του Τάσου Αβραντίνη1 [1]
Σε όλο τον κόσμο διεξάγεται, πάνω από δέκα χρόνια, ένας επίπονος και δύσκολος διάλογος για τη μεταρρύθμιση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Σε όλο τον κόσμο εκτός από την Ελλάδα, που δυστυχώς γι΄αυτή, έχει και το μεγαλύτερο πρόβλημα από όλες τις υπόλοιπες χώρες της δύσης.
Στην Ελλάδα εδώ και τέσσερις μήνες κυριαρχεί στην επικαιρότητα το σκάνδαλο των “δομημένων ομολόγων” αλλά απουσιάζει ο διάλογος για το ασφαλιστικό. Το Δημόσιο, όπως πληροφόρησε ο υφυπουργός κ. Δούκας [2], εξέδωσε ομόλογο 280 εκατομμυρίων ευρώ με επιτόκιο χαμηλότερο από το επιτόκιο που προσφέρει η Αγορά στην Ελλάδα. Ο καθ΄ύλην αρμόδιος δηλαδή υπουργός της κυβέρνησης ομολόγησε ότι ο αγοραστής του ομολόγου υπέστη ζημιά ίση τουλάχιστον με το κέρδος που αποκόμισε το Δημόσιο. Αλλά αγοραστής του ομολόγου ήταν, όπως αποδείχθηκε, τα ασφαλιστικά ταμεία. Η κυβέρνηση -διότι περί αυτού πρόκειται στην καλύτερη γι΄αυτή περίπτωση- επιχείρησε να μειώσει το δημόσιο χρέος και να καλύψει τα ελλείμματα του προϋπολογισμού από τα αποθεματικά των Ταμείων. Η κυβέρνηση κατέφυγε δηλαδή στην προσφιλή τακτική των προκατόχων αυτής κυβερνήσεων να διαχειρίζονται τις αποταμιεύσεις των ασφαλισμένων για σκοπούς αλλότριους από αυτόν για τον οποίο προορίζονται την πληρωμή των συντάξεων των ασφαλισμένων. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση υπό το σκηνικό αυτό, τσακώνονται για το ποιός είναι λιγότερο “κλέφτης” και περισσότερο “κοινωνικά ευαίσθητος” αποπροσανατολίζοντας έτσι εντελώς την κοινή γνώμη από την ουσία του θέματος.
Όμως όσο το πολιτικό σύστημα –μηδέ εξαιρουμένων των συντεχνιών- έχει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται την περιουσία των ασφαλισμένων, θα “βάζει χέρι” στα λεφτά τους με πολλούς λιγότερο ή περισσότερο έξυπνους τρόπους. Oι συνδικαλιστικές οργανώσεις (ΓΣEE και AΔEΔY) που με τις αντιδράσεις τους το 2001 ματαίωσαν τις -σε κάθε περίπτωση αναποτελεσματικές- επιχειρούμενες αλλαγές Γιαννίτση [3] δεν επιθυμούν καμμιά απολύτως μεταρρύθμιση μικρή ή μεγάλη. Και σοφά πράττουν, κάθε μεταρρύθμιση, όσο μικρή κι αν είναι –αρκεί να είναι μεταρρύθμιση και όχι καρικατούρα- θα θίξει μετά βεβαιότητας τα εξωφρενικά προνόμια των ηγετικών κλιμακίων των συνδικάτων.
[4]
Σε όλη την Ευρώπη (από την κεντροαριστερή Ιταλία, την παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατική Σουηδία –ανεξαρτήτως της πολιτικής τοποθέτησης του κόμματος που κυβερνά-, τη Γερμανία, το Bέλγιο, τη Pουμανία, τη Λετονία, την Oυγγαρία, την Oλλανδία και τη Μεγάλη Βρετανία), παρατηρείται μια αλλού ταχεία και αλλού σταδιακή μεταρρύθμιση των ασφαλιστικών συστημάτων. H κυβέρνηση των HΠA προτίθεται να διαθέσει τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού της για να αντιμετωπίσει το έλλειμμα που θα δημιουργηθεί μετά από τριάντα χρόνια στο αμερικανικό ασφαλιστικό σύστημα. Σε μας, το ασφαλιστικό σύστημα είναι ήδη ελλειμματικό και όλοι ξέρουν ότι σε λιγότερο από μια δεκαετία αρχίζει η ραγδαία επιδείνωση των προβλημάτων του. Από το 2005 μέχρι το 2029 δημιουργείται σταδιακά, πρόσθετο ετήσιο έλλειμμα και όλοι αδιαφορούν. Όλοι ανέχονται ένα κλαδικά κατακερματισμένο σύστημα που χρηματοδοτεί φαύλες παροχές που έχουν αποσπάσει κατά καιρούς διάφορες συντεχνιακές ομάδες. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση όμως συνεπικουρούμενοι από τα συνδικάτα επιμένουν να υποστηρίζουν το σημερινό διανεμητικό σύστημα συντάξεων που, με μαθηματική ακρίβεια, οδηγείται σε χρεοκοπία. Το πολιτικό σύστημα αρνείται να συζητήσει την αλλαγή του ασφαλιστικού συστήματος μολονότι απ΄όλες τις εκθέσεις ειδικών που έχουν δημοσιοποιηθεί σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση στη χώρα μας αποδεικνύεται η απόλυτη χρεοκοπία της διαχείρισης του ασφαλιστικού συστήματος από το ελληνικό πολιτικό σύστημα.
Όμως κάθε αναβολή αντιμετώπισης του ασφαλιστικού ισοδυναμεί με αδικοπραξία σε βάρος των μελλοντικών συνταξιούχων και σημερινών εργαζομένων. Οι όποιες προτάσεις παρουσιαστούν δε θα πρέπει να επιδιώκουν την αναβολή της χρεοκοπίας αλλά την αντιμετώπιση του προβλήματος μακροπρόθεσμα. Eίναι βέβαιο, ότι όσο κινούμαστε στη λογική της διατήρησης του υπάρχοντος αναδιανεμητικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος με αλλαγές απλώς στους κανόνες και στις παραμέτρους του (λ.χ επιμήκυνση του εργασιακού βίου, αύξηση των εισφορών, μείωση των συντάξεων), οι όποιες μεταρρυθμίσεις σ΄αυτό θα αποδεικνύονται, όπως διδάσκει η διεθνής πραγματικότητα αναποτελεσματικές και όσο περνά ο καιρός περισσότερο επώδυνες για την οικονομία και την κοινωνία.
Η μόνη προσέγγιση που δίνει κοινωνικά δίκαιη και βιώσιμη λύση στο πρόβλημα και ελπίδα στους εργαζόμενους είναι η βαθιά μεταρρύθμιση προς ένα -στην κατάληξη της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας- αμιγώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα που θα λειτουργεί κάτω από την αυστηρή εποπτεία του κράτους και θα απαντά με τρόπο πειστικό στα εξής θεμελιώδη ερωτήματα:
– Οι εργαζόμενοι θέλουν οι ασφαλιστικές εισφορές που πληρώνουν να τους ανήκουν από την πρώτη μέρα της εργασίας τους μέχρι και την εξοδό τους απ΄αυτή ή προτιμούν να χάνονται στη μαύρη τρύπα του αδηφάγου, αδιαφανούς και διεφθαρμένου κρατικού ασφαλιστικού συστήματος;
– Οι εργαζόμενοι εμπιστεύονται τις απατηλές υποσχέσεις του υπάρχοντος συστήματος ή επιθυμούν να καθορίζουν οι ίδιοι το συνταξιοδοτικό τους μέλλον και να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή κατά το χρόνο του εργάσιμου βίου τους το ύψος της σύνταξης που θα πάρουν, όποτε αυτοί το θελήσουν ;
– Μπορεί το ασφαλιστικό σύστημα από κομματικό εργαλείο και όργανο δημαγωγίας, από μηχανισμός μιας άδικης ανακατανομής υπέρ των οργανωμένων συμφερόντων να γίνει μοχλός οικονομικής ανάπτυξης και φορέας που θα επιτρέψει στους εργαζομένους να συμμετέχουν ουσιαστικά στην οικονομική ζωή της χώρας;
Oι βασικές αρχές του νέου συστήματος θα έπρεπε να είναι οι εξής:
1. O εργαζόμενος είναι ιδιοκτήτης της ασφαλιστικής του αποταμίευσης (στην οποία συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς και η εργοδοτική εισφορά). Aυτή καταχωρείται σε ατομικούς συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς.
2. Η διαχείριση των ατομικών συνταξιοδοτικών λογαριασμών γίνεται από Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Συνταξιοδοτικών Λογαριασμών, οι οποίες τελούν υπό αυστηρή κρατική εποπτεία και των οποίων η λειτουργία θα καθοριστεί με ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις.
3. Το σύστημα πρέπει να διασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή ανταποδοτικότητα των καταβαλλομένων εισφορών, έτσι ώστε κάθε ασφαλισμένος να δικαιούται παροχές ανάλογες με τις εισφορές που κατέβαλε στα χρόνια της εργασίας του. Εξ αρχής πρέπει να επιδιωχθεί η σταδιακή αλλά σταθερή μείωση του κρατικού αναδιανεμητικού συστήματος με μακροπρόθεσμο στόχο την πλήρη κατάργησή του.
4. Το σύστημα πρέπει να διασφαλίζει την μακροχρόνια σταθερότητα των εισφορών, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη επιβάρυνση των νεότερων γενεών. Η αρχή αυτή στοχεύει στη δημιουργία ενός συνταξιοδοτικού συστήματος με ελεγχόμενο κόστος.
5. Το σύστημα πρέπει να ενσωματώνει μηχανισμούς αυτόματης προσαρμογής στο δημογραφικό φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού. Τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα ειναι ασφαλέστερα από τα αναδιανεμητικά απέναντι σε τέτοιους κινδύνους.
6. Το σύστημα πρέπει να διέπεται από την αρχή της ελεύθερης επιλογής του ατόμου. Ο εργαζόμενος θα πρέπει να αφεθεί ελεύθερος να καθορίζει την ηλικία συνταξιοδότησής του, το τελικό ύψος της παροχής του, το φορέα διαχείρισης των εισφορών του.
7. Συνακόλουθα το σύστημα δεν πρέπει να θέτει εμπόδια στην κινητικότητα των εργαζομένων, από ένα εργοδότη σε έναν άλλο, από ένα επαγγελματικό τομέα σε έναν άλλο, από μία χώρα – μέλος της ΕΕ σε μία άλλη.
8. H μεταρρύθμιση του συστήματος δε θα αγγίξει τους υπάρχοντες συνταξιούχους και τα κατοχυρωμένα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων μέχρι τη στιγμή της μετάβασης στο νέο σύστημα
9. Ορίζεται για όλους τους ασφαλισμένους κατώτατη εθνική σύνταξη, η οποία καταβάλλεται μετά την συμπλήρωση ενός κατώτατου ορίου ηλικίας για άνδρες και γυναίκες. Όσοι δεν επιτυγχάνουν να συγκεντρώσουν στους Ατομικούς Λογαριασμούς τους το αναγκαίο κεφάλαιο που θα τους επιτρέπει να πάρουν την κατώτατη σύνταξη θα επιδοτούνται για τη διαφορά από το Kράτος. Το κόστος της επιδότησης πρέπει να καλύπτεται μέσα από την γενική φορολογία.
Η αποφασιστική μεταρρύθμιση του συστήματος σε κεφαλαιοποιητική κατεύθυνση, είναι σε θέση να μετατρέψει το ζήτημα των συντάξεων από πρόβλημα και βραδυφλεγή βόμβα σε μοχλό οικονομικής ανάπτυξης, να αποκαταστήσει τη δεδομένη και ανυπόφορη (διαγενεαλογική και ενδογενεαλογική) κοινωνική αδικία, να προάγει την κοινωνική προστασία και να δημιουργήσει ελεύθερους και οικονομικά ενεργούς πολίτες. Nα προσθέσω μόνο μια τελευταία μικρή λεπτομέρεια που ίσως αποδειχθεί σημαντική, μεταρρύθμιση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μεταρρυθμιστές.
—————————————————————————————————-
Σημειώσεις
- Ο Τάσος Αβραντίνης είναι νομικός και Αντιπρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας [5]. To άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Presscode [4], τεύχος Ιουλίου 2007 [↩ [6]]