Το ελληνικό “παράδειγμα” του νομικισμού

Ιούν 27th, 2009 | | Κατηγορία: Αλέκος Παπαδόπουλος | Email This Post Email This Post | Print This Post Print This Post |

Το 1833 ιδρύθηκε στην Ελλάδα το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά το γαλλικό πρότυπο και είναι από τους αρχαιότερους θεσμούς του ελληνικού κράτους. Σήμερα έχει ξεπεραστεί. Ως ελεγκτικός θεσμός εξωτερικού ελέγχου οφείλει να αλλάξει ριζικά ώστε να μπορέσει να αξιοποιήσει τις μεθόδους και τα πρότυπα της σύγχρονης ελεγκτικής.

Στον σύγχρονο κόσμο κορυφαίος ελεγκτής στη δημοκρατία είναι το κοινοβούλιο. Η δημοκρατία, ο ορθολογισμός, η επιστήμη, ο εμπειρισμός και όχι ο νομικίστικος έλεγχος της νομιμότητας είναι οι βάσεις του σύγχρονου δημοσιονομικού ελέγχου

Ο παραδοσιακός δημοσιονομικός έλεγχος έπαψε να είναι αποτελεσματικός. Το “παράδειγμα” διεθνώς έχει αλλάξει. Οι σύγχρονοι ελεγκτικοί θεσμοί δεν θυσιάζουν πλέον ανθρώπινους και υλικούς πόρους για απλές επαληθεύσεις λογαριασμών και ενδεχόμενους καταλογισμούς. Στην εποχή μας, με πολύ λιγότερα μέσα, επιτυγχάνονται σαφώς καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι έχει καταφέρει μέχρι σήμερα το ελληνικό «παράδειγμα» του νομικισμού. Στον σύγχρονο κόσμο κορυφαίος ελεγκτής στη δημοκρατία είναι το κοινοβούλιο. Η δημοκρατία, ο ορθολογισμός, η επιστήμη, ο εμπειρισμός και όχι ο νομικίστικος έλεγχος της νομιμότητας είναι οι βάσεις του σύγχρονου δημοσιονομικού ελέγχου.

Πριν εμφανιστούν τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα οι έλεγχοι απέβλεπαν κυρίως στο αν ο υπόλογος ταμίας είχε υπεξαιρέσει χρήματα. Αργότερα ο κοινοβουλευτισμός προσέθεσε τον έλεγχο νομιμότητας, δηλαδή αν τα χρήματα είχαν διατεθεί νόμιμα. Στην εποχή μας ο δημοκρατικός έλεγχος προσθέτει ένα ακόμη κριτήριο. Τα χρήματα πρέπει να διατίθενται προς τον σωστό σκοπό, με οικονομία μέσων, χωρίς σπατάλη. Παράλληλα, εισάγονται κανόνες, πρότυπα και μέθοδοι με ιδιαίτερες απαιτήσεις επαγγελματικής συνέπειας, όπως εφαρμόζονται στον έλεγχο των ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Περισσότερο από ποτέ και η ελληνική κοινωνία απαιτεί απάντηση στο ερώτημα «αν έπιασαν τόπο» τα χρήματα των φορολογουμένων και όχι μόνο «αν διατέθηκαν νόμιμα», με την έννοια της τυπικής νομιμότητας κάτω από την οποία κρύβονται τεράστιες ανομίες.Σε ποια κατεύθυνση λοιπόν θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί ο θεσμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου;

Στην Ευρώπη υπάρχουν τρεις μεγάλες μορφές οργάνωσης των θεσμών εξωτερικού δημοσιονομικού ελέγχου: η γαλλική, η βρετανική και, μια ενδιάμεση, η γερμανική. Σύμφωνα με τη γαλλική παράδοση, ο ελεγκτικός θεσμός είναι ενταγμένος στη δικαστική λειτουργία, στελεχώνεται από δικαστές και έχει την εξουσία εκδόσεως καταλογιστικών πράξεων όταν διαπιστώνει διαχειριστικό έλλειμμα. Σύμφωνα με τη βρετανική παράδοση, ο ελεγκτικός θεσμός αποτελεί εξάρτημα της κοινοβουλευτικής λειτουργίας, είναι μονοπρόσωπο όργανο, ο φορέας του οποίου ορίζεται από το κοινοβούλιο, και έχει ως αποστολή, ύστερα από τους ελέγχους που πραγματοποιεί, να εκφράζει σχετικώς τη γνώμη του προς το κοινοβούλιο. Σύμφωνα με τη γερμανική, τέλος, παράδοση ο ελεγκτικός θεσμός αποτελεί ανεξάρτητη αρχή του πολιτεύματος με οιονεί δικαστική φύση, είναι πολυπρόσωπο όργανο με μέλη που ορίζονται κατόπιν συνεργασίας του κοινοβουλίου με την κυβέρνηση, ασκεί δε αρμοδιότητες αντίστοιχες προς αυτές που ασκεί το βρετανικό όργανο εξωτερικού ελέγχου.

να παύσει το Ελεγκτικό Συνέδριο να είναι ανώτατο δικαστήριο και να μετεξελιχθεί σε ανεξάρτητη αρχή του πολιτεύματος με οιονεί δικαστική φύση αλλά χωρίς δικαιοδοτικές αρμοδιότητες και τα μέλη του πολυπρόσωπου αυτού οργάνου να ορίζονται από το κοινοβούλιο με ειδική διαδικασία

Η πρότασή μου είναι να αλλάξουμε εκ βάθρων την οργάνωση και την λειτουργία του σημερινού Ελεγκτικού Συνεδρίου, υιοθετώντας ως βάση το γερμανικό πρότυπο όσον αφορά το νομικό του χαρακτήρα και την εσωτερική του οργάνωση. Δηλαδή να παύσει το Ελεγκτικό Συνέδριο να είναι ανώτατο δικαστήριο και να μετεξελιχθεί σε ανεξάρτητη αρχή του πολιτεύματος με οιονεί δικαστική φύση αλλά χωρίς δικαιοδοτικές αρμοδιότητες και τα μέλη του πολυπρόσωπου αυτού οργάνου να ορίζονται από το κοινοβούλιο με ειδική διαδικασία. Παράλληλα, να διατηρήσουμε τις εγγυήσεις ανεξαρτησίας του γαλλικού προτύπου και να υιοθετήσουμε την μεθοδολογία του βρετανικού προτύπου.

Στην Ελλάδα τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι δικαστικοί λειτουργοί, δηλαδή εξ ορισμού νομικοί, οι δε ελεγκτές είναι δημόσιοι υπάλληλοι με νομική παιδεία. Σ’ άλλες χώρες στους ανώτατους ελεγκτικούς θεσμούς λειτουργεί απλώς μια νομική υπηρεσία, αλλά ούτε τα μέλη ούτε οι ελεγκτές απαιτείται να είναι νομικοί. Είναι αυτονόητο λοιπόν ότι οι ελεγκτές δεν θα προέρχονται μόνο από την νομική επιστήμη, αλλά και από άλλους κλάδους όπως πολιτικοί μηχανικοί, μηχανολόγοι, χημικοί, οικονομολόγοι, επιστήμονες πληροφορικής, λογιστές, στατιστικολόγοι κλπ.

Πιστεύω ότι μόνο αν υιοθετήσουμε μια άλλη μορφή οργάνωσης και λειτουργίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε σε μεθόδους σύγχρονης ελεγκτικής, να εισαγάγουμε νέες σύγχρονες αντιλήψεις για τεκμηρίωση και δειγματοληψίες, να αξιοποιήσουμε την πληροφορική, να υιοθετήσουμε νέα ελεγκτικά πρότυπα, να καθιερώσουμε νέες μορφές συνεργασιών με τους εσωτερικούς ελεγκτές, να επιβάλλουμε την αντίληψη για συνολικό προγραμματισμό των ελέγχων και κυρίως να μπορέσουμε να χαράζουμε ελεγκτικές στρατηγικές, κάτι που σήμερα απουσιάζει παντελώς.

Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό. Στην Ευρώπη υπάρχει ήδη πλούσια εμπειρία, αρκεί να αποκτήσουμε την πολιτική βούληση να πάμε τη χώρα παραπέρα

Εάν η χώρα θέλει να θεραπεύσει τις αδυναμίες στη δημοσιονομική της διαχείριση, να περιορίσει τη σπατάλη και να καταπολεμήσει τη διαφθορά πρέπει με τη συμβολή κυρίως του νομικού κόσμου να απαλλαγεί από την παθογένεια του νομικισμού και να υιοθετήσει ένα νέο σύγχρονο σύστημα δημοσιονομικού ελέγχου.

Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό. Στην Ευρώπη υπάρχει ήδη πλούσια εμπειρία, αρκεί να αποκτήσουμε την πολιτική βούληση να πάμε τη χώρα παραπέρα.

Αλέκος Παπαδόπουλος

——————————————————————–

Σημειώσεις:
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 21/6/2009

Ένα σχόλιο
Leave a comment »

  1. Εάν το Ελεγκτικό Συνέδρειο γίνει κάτι σαν¨”Ανεξάρτητη Αρχή” τότε θα διορίζεται από το Κοινοβούλιο (Νομοθετική Εξουσία). Εμείς οι πολίτες θέλουμε τον πλήρη διαχωρισμό των τριών εξουσιών και όχι την άμεση ή έμμεση υπαγωγή της δικαστικής εξουσίας στην νομοθετική (όπου με λίγα λόγια τα κόμματα θα εγκρίνουν τους συμμετέχοντες στην “Ανεξάρτητη Αρχή” και την εν γένει δράση του Ελεγκτικού Συνεδρείου). Όπως λειτουργεί σήμερα το Ε.Σ. είναι μέρος της Δικαστικής Εξουσίας και έτσι πρέπει να παραμείνει. Άν το Ε.Σ. χρειάζεται μηχανικούς ή λογιστές ή άλλους τεχνοκράτες γιά να βγάλει “άκρη” τίποτε δεν εμποδίζει την δικαστική εξουσία να ζητήσει κατά περίπτωση τις υπηρεσίες εξειδικευμένων επιστημόνων. Αυτό που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αλλάξει είναι να “βάλουν χέρι” τα κόμματα (με κοινοβουλευτικές επιτροπές), η βουλή ή η κυβέρνηση στην λειτουργία της ΆΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ.
    Ανάλογα ισχύουν και γιά το Συμβούλιο Επικρατείας γιά το οποίο είχαν γίνει προτάσεις στο πρόσφατο παρελθόν να αντικατασταθεί από Συνταγματικό Δικαστήριο που θα διορίζεται από την Βουλή (την Νομοθετική Εξουσία) κατά τα πρότυπα της Γερμανίας. Το Συμβούλιο Επικρατείας είναι ήδη στην πράξη Συνταγματικό Δικαστήριο και δεν θέλουμε να έχει καμία σχέση με την Νομοθετική Εξουσία (κοινοβούλιο) ούτε με την Εκτελεστική Εξουσία (κυβέρνηση).
    Αν υπάρχουν δύο καλώς κείμενα στην Ελλάδα του σήμερα είναι πως η βουλή (τα κόμματα) και η κυβέρνηση δεν μπορούν να “βάλουν χέρι” ούτε στο Συμβούλιο Επικρατείας ούτε στο Ελεγκτικό Συνέδρειο. Ας αφήσουμε τα δύο καλώς κείμενα στην θέση τους και ας πιάσουμε το ένα δισεκατομμύριο των κακώς κειμένων στην χώρα μας.

    Μανώλης Στειακάκης (www.kede.gr)

Σχολιαστε