Για το νέο μουσείο της Ακρόπολης
Ιούν 29th, 2009 | Πέτρος Τατούλης| Κατηγορία: Πέτρος Τατούλης | Email This Post | Print This Post |Μαζί με όλους τους ΄Ελληνες χαίρομαι για το καινούργιο, σύγχρονο μουσείο της Ακρόπολης και πιστεύω ότι θα δικαιώσει τις προσδοκίες του ελληνικού λαού στο μέλλον.
Επειδή όμως έχουν λεχθεί και γραφεί πολλές ανακρίβειες τις τελευταίες ημέρες για τo ρόλο μου σχετικά με αυτό, με αποκορύφωμα τη χτεσινή ανακοίνωση του ΠΑΣΟΚ, αισθάνομαι υποχρεωμένος να απαντήσω. Τα χτυπήματα δεν αποτελούν έκπληξη. Το ΠΑΣΟΚ από το 2004 προσπαθεί να συσκοτίσει το γεγονός ότι δεν είχε τηρήσει τη δέσμευσή προς τον ελληνικό λαό, να είναι έτοιμο το μουσείο στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί με διαρροές να αποσιωπήσει την άρνησή της να δώσει οικονομικά στοιχεία για τη διαχείριση των οικονομικών του μουσείου, θέμα για το οποίο έχω υποβάλει Ερώτηση στη Βουλή -χωρίς να λάβω Απάντηση- και προτίθεμαι να επανέλθω. Η λάσπη λοιπόν εντάσσεται στο γενικότερο πόλεμο εναντίον όποιου έχει μια ανεξάρτητη και έντιμη φωνή.
Ας βάλουμε λοιπόν τα πράγματα στη θέση τους. Είναι γεγονός ότι το Μάρτιο του 2003, ως βουλευτής, υπέβαλα μαζί με άλλους επιστήμονες μηνυτήρια αναφορά, η οποία όμως δεν ήταν ενέργεια κατά του μουσείου, αλλά υπέρ των αρχαιοτήτων που είχαν βρεθεί στο οικόπεδο Μακρυγιάννη. Υπήρχε τότε ο φόβος ότι οι επεμβάσεις ήταν τόσο εκτεταμένες, που θα κατέστρεφαν επιτόπιες αρχαιότητες. Οι αρμόδιοι έπρεπε να προσέχουν, διότι ήταν οι ίδιοι που το 1989 είχαν γνωμοδοτήσει ότι το οικόπεδο ήταν «ελεύθερο αρχαιοτήτων». Ο εισαγγελέας Πρωτοδικών άσκησε δίωξη κατά παντός υπευθύνου το Φεβρουάριο του 2004, λίγο πριν από τις εκλογές της 7ης Μαρτίου. Όπως γνωρίζει και ο τελευταίος φοιτητής της Νομικής, οι εισαγγελείς ασκούν διώξεις μόνον αν οι ίδιοι κρίνουν από τα στοιχεία που συγκεντρώνουν ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για κάποιο αδίκημα και όχι επειδή κάποιος τους είπε κάτι.
Όταν ανέλαβα καθήκοντα Υφυπουργού Πολιτισμού, κάποιοι «ανέβασαν» το θέμα στην επικαιρότητα, διαστρεβλωμένο, 4 μέρες μετά τις εκλογές, για προφανή κομματική εκμετάλλευση. Θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι οι δικαστικές εκκρεμότητες που καθυστερούσαν τις διαδικασίες ήταν αποκλειστικά το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο και καμία σχέση δεν είχε η δίωξη του εισαγγελέα. Απόδειξη αυτού είναι ότι το πράσινο φως ελήφθη και από τα δύο Σώματα τον Ιούλιο του 2004, πολύ πριν λήξει η ποινική διαδικασία.
Προσπαθούν επίσης να αποκρύψουν το γεγονός ότι το μουσείο δεν είχε ούτε καν εξασφαλισμένη χρηματοδότηση. Δίνω στη δημοσιότητα έγγραφο της κ. Βαρβάρας Μπελεζίνη (http://www.trillion.gr/NMA_Belezini.pdf), Ειδικής Γραμματέως του Υπουργείου Πολιτισμού επί ΠΑΣΟΚ με ημερομηνία 4/3/2004, τρεις δηλαδή μέρες πριν από τις εκλογές του 2004, όπου φαίνεται πόσες εκκρεμότητες υπήρχαν προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το έργο! Στον δε Οργανισμό ανέγερσης του νέου μουσείου (ΟΑΝΜΑ), ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν πανέτοιμος για να κατασκευάσει το μουσείο, δεν υπηρετούσε ούτε ένας μηχανικός!
Αφού βεβαιώθηκα ότι είχαν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των επιτοπίων αρχαιοτήτων, προώθησα γρήγορα και αποτελεσματικά το έργο. Φρόντισα να στελεχωθεί ο ΟΑΝΜΑ με μηχανικούς, να τακτοποιηθούν οι εκκρεμότητες και να ενταχθεί το έργο στο Γ΄ ΚΠΣ το Νοέμβριο του 2004 για 85 εκατομμύρια ευρώ, να υπογραφεί τον ίδιο μήνα η σύμβαση με την κατασκευάστρια εταιρεία. ΄Ετσι ξεκίνησε η κατασκευή του έργου. Στη συνέχεια, για να μην δημιουργηθούν κλυδωνισμοί, διατηρήσαμε στη θέση του τον πρόεδρο κ. Παντερμαλή, μολονότι ήταν πρώην βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όλα αυτά αποσιωπούνται, όπως αποσιωπήθηκε η προσπάθεια και η δουλειά όλων όσων συνέβαλαν στο σημερινό αποτέλεσμα, λες και το μουσείο έπεσε έτοιμο από τον ουρανό. Μετά από τις διαμαρτυρίες επωνύμων και ανωνύμων, αναγνωρίστηκε τουλάχιστον η συμβολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή τη δεκαετία του ’70 και της Μελίνας Μερκούρη και του Ζυλ Ντασσέν αργότερα, αλλά εξακολουθεί να παραμένει στο σκοτάδι η προσφορά των υπολοίπων πολιτικών στελεχών και των δύο κομμάτων, καθώς και των υπηρεσιακών παραγόντων, οι οποίοι επί τόσα χρόνια δούλεψαν για το έργο. Κάποιους τους πρόλαβα κι εγώ: το Λάζαρο Κολώνα, το Βασίλη Χανδακά, την ΄Ερση Φιλιπποπούλου -που επί 15 χρόνια ήταν η ψυχή του έργου- και τόσους άλλους. Πού είναι η αναγνώριση των υπαλλήλων του Υπουργείου, της Εφορείας, της ΥΣΜΑ, του ΟΑΝΜΑ, των πανεπιστημιακών καθηγητών, των αρχαιολόγων, των αρχιτεκτόνων, των συντηρητών, των τεχνιτών και τόσων άλλων που για πολλά χρόνια δούλεψαν για το μουσείο; Ο κ. Παντερμαλής δεν έκανε μόνος του το έργο. Γιατί δεν αναφέρονται τα μέλη, νυν ή πρώην, του Δ.Σ. του ΟΑΝΜΑ; Πού είναι επίσης οι ευχαριστίες προς όσους ιδιώτες συνέβαλαν οικονομικά στην εθνική αυτή προσπάθεια; ΄Ετσι θα προωθήσουμε το θεσμό των χορηγιών;
Θα έπρεπε να έχει γίνει μια ειδική εκδήλωση για να τιμηθούν οι εκατοντάδες που συνέβαλαν, και όχι να εξαντλούνται οι γιορτές σ’ επιδείξεις γκλαμουριάς, κούφια λόγια και κομματικούς «κατινισμούς». Μέχρι να γίνει αυτό, είμαι υπερήφανος που ανήκω κι εγώ, μαζί με όλους τους βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου, στην τιμημένη ομάδα των ακάλεστων! Γνωρίζω ότι έκανα το καθήκον μου και δεν χρειάζομαι άλλον έπαινο, όπως είχε γράψει στις 18 Νοεμβρίου 1979 για το ρόλο του στην ίδια υπόθεση ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης, ο πρώτος Υπουργός Πολιτισμού που ασχολήθηκε με το θέμα, διδάσκοντας ήθος.
Πέτρος Τατούλης