Του Αλέξανδρου Νίξον
Όντας στο τελευταίο τρίμηνο του πτυχίου μου στην Ιατρική σχολή Αθηνών παρακολουθώ τις εξελίξεις με ενδιαφέρον αλλά και με μεγάλη απορία. Η ιατρική σχολή τελεί υπό κατάληψη για 4η συνεχόμενη εβδομάδα και όλα τα σημάδια δείχνουν ότι η κατάληψη έχει ακόμη αρκετό δρόμο. Θεωρώ ότι η Ιατρική Αθηνών αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για να αναλύσει κανείς τις τρέχουσες καταλήψεις από τη στιγμή που έχει πολύ ανεπτυγμένο φοιτητικό συνδικαλισμό ενώ από την άλλη μεριά αποτελεί ένα από τα πολυπληθέστερα τμήματα του ΕΚΠΑ αριθμώντας περίπου 4000 φοιτητές [1].
Συλλογικότητα vs άτομο:
Στο προηγούμενό του post [2] o Φώτης Περλικός εξέθεσε πολύ εύστοχα τις ιδεολογικές αδυναμίες αυτών των κινητοποιήσεων αλλά και το διάτρητο σύστημα πάνω στο οποίο βασίζονται. Το κυριότερο επιχείρημα όσων υποστηρίζουν αυτές τις δραστικότατες κινητοποιήσεις, που ως αποτέλεσμα έχουν την κατάργηση στοιχειωδών ακαδημαϊκών ελευθεριών, είναι ότι το σύνολο αποφάσισε αυτές τις ενέργειες και για το λόγο αυτό το κάθε ξεχωριστό άτομο οφείλει να υπακούσει.
Η συγκεκριμένη νοοτροπία βρίσκει το αποκορύφωμά της στη διατύπωση: «τα ατομικά δικαιώματα πρέπει να υποτάσσονται στη συλλογική βούληση». Δυστυχώς αυτό το σχόλιο δεν είναι δικό μου δημιούργημα αλλά είναι κάτι που ειπώθηκε από έναν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της κατάληψης.
Η άποψη αυτή αποτελεί και το κυριότερο τρόπο με το οποίο οι πρωτεργάτες των καταλήψεων δικαιολογούν τις δράσεις τους. Βρίσκουν καταφύγιο στη λέξη «σύνολο» και «συλλογικότητα». Στην ακαδημαϊκή κουλτούρα της Ελλάδας η λέξη «άτομο» καθώς και «ατομικό δικαίωμα» δεν έχουν ιδιαίτερη θέση αλλά αντίθετα παρερμηνεύονται με τέτοιο τρόπο ώστε η λέξη «άτομο» να σημαίνει εγωκεντρικός. Για πολλούς φοιτητές καθώς και άτομα που ανήκουν στους ακαδημαϊκούς κύκλους η έννοια της δημοκρατίας εξαντλείται στην έννοια της «πλειοψηφιοκρατίας». Αφού αποφάσισε η πλειοψηφία όλοι οφείλουν να ακολουθήσουν. Υπάρχουν διάφορα προβλήματα με τη συγκεκριμένη τοποθέτηση. Μια κοινωνία η οποία δεν μπορεί να προστατέψει τις μειοψηφίες (με απόλυτη μειοψηφία το άτομο) απέναντι στις πλειοψηφίες δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται δημοκρατία. Η ίδια η ιστορία παρέχει άπειρα παραδείγματα στα οποία τα χειρότερα εγκλήματα της ανθρωπότητας δικαιολογήθηκαν υπό το πρίσμα της «θέλησης των πολλών». Σχετικά πρόσφατο παράδειγμα η γενοκτονία της Ρουάντα [3], όπου ο αφανισμός της μειοψηφίας των Τούτσι αν και ενορχηστρώθηκε από υψηλόβαθμα στελέχη της άρχουσας φυλής των Χούτου εκτελέστηκε με απίστευτη αποτελεσματικότητα από όλες τις οικονομικές τάξεις των Χούτου. Ήδη από το 1959 (τότε που έλαβε χώρα η «κοινωνική επανάσταση» των Χούτου) η Ρουάντα είχε πληθυσμούς 2 ταχυτήτων με τους Χούτου να απολαμβάνουν πλήρη δικαιώματα και τους Τούτσι να θεωρούνται κατώτερα όντα (Gerard Prunier, “The Rwanda Crisis [4]”, 2nd edition, 1997). Για δεκαετίες η διεθνής γνώμη ανεχόταν την κατάσταση με το επιχείρημα: «Αυτή είναι η θέληση των πολλών» (οι Χούτου πριν τη γενοκτονία ήταν το 85% του πληθυσμού).
Είναι αυτή η σύγκριση άδικη ή υπερβολή; Ίσως, αλλά και τα δύο παραδείγματα βασίζονται στην ίδια νοοτροπία. Το άτομο πρέπει να υποτάσσεται στη συλλογική βούληση ακόμη και αν παραβιάζονται στοιχειώδεις ελευθερίες του. Γιατί αν είναι να αποδεχτούμε ότι στην περίπτωση των καταλήψεων το άτομο πρέπει να θυσιάζει τις ακαδημαϊκές του ελευθερίες για το σύνολο τότε ποιο είναι το όριο; Που σταματάει η εξουσία του συνόλου;
Αγώνας εθελοντικός ή υποχρεωτικός;
Φυσικά σε αυτό το σημείο υποκρύπτεται μια υποκρισία. Το βασικό ερώτημα που οφείλουν να απαντήσουν όσοι υποστηρίζουν τις καταλήψεις είναι αν πιστεύουν ότι ο αγώνας πρέπει να είναι εθελοντικός ή υποχρεωτικός. Η κατάληψη από τη φύση της είναι μια μορφή υποχρεωτικού αγώνα. Δεν υποχρεώνεται κανείς να εισέλθει εντός της σχολής και να συμμετέχει ενεργά στην κατάληψη αλλά από τη στιγμή που καταργούνται οι ακαδημαϊκές του ελευθερίες χωρίς να του παρέχεται κάποια άλλη επιλογή, τότε συμμετέχει έστω παθητικά. Είναι ένας αγώνας στον οποίο δεν επιθυμεί να συμμετάσχει αλλά παρόλα αυτά του επιβάλλεται. Παρόλα αυτά οι υποστηρικτές των καταλήψεων επιμένουν με σθένος ότι οι καταλήψεις είναι καθαρά εθελοντικές! Νομίζω ότι η άρνηση αυτή είναι εντελώς παιδαριώδης και απλούστατα οφείλεται στην επιθυμία των «αγωνιστών» να μην εμφανίζονται ως έχοντας φασιστική νοοτροπία [5]. Αλλά από την άλλη είναι υποκρισία κάποιος από τη μια μεριά να διατυμπανίζει ότι το άτομο πρέπει να υποτάσσεται στη συλλογική βούληση και από την άλλη να υποστηρίζει ότι ο αγώνας είναι εθελοντικός. Η στάση αυτή είναι ξεκάθαρα αντιφατική και παράλογη (Δηλαδή σαν να λένε: «θέλουμε να σας επιβάλλουμε τον αγώνα μας και αυτό κάνουμε αλλά δε θέλουμε να το παραδεχτούμε γιατί θα ακουστούμε ως φασίστες»).
Όπως επεσήμανε και ο Φώτης Περλικός προηγουμένως έτσι και αλλιώς οι αποφάσεις αυτές βγαίνουν από τα συλλογικά όργανα των φοιτητών. Π.χ. στην περίπτωση της Ιατρικής Αθηνών από το ΣΦΙΑ. Βέβαια στην προκειμένη περίπτωση όλοι οι φοιτητές ιατρικής (τουλάχιστον στην Αθήνα) είναι παράνομα μέλη του συλλόγου. Ουδέποτε το σύνολο των φοιτητών δεν έλαβε γνώση του καταστατικού του συλλόγου και ουδέποτε υπέγραψε κάποιο συμφωνητικό με το οποίο να αποδέχεται τους όρους συμμετοχής στο σύλλογο αυτό. Μικρολεπτομέρεια; Αναμφισβήτητα όχι! Πώς είναι δυνατό να συμμετέχω σε ένα σύλλογο χωρίς να γνωρίζω τους όρους συμμετοχής καθώς και τις υποχρεώσεις μου απέναντι σε αυτόν και τα δικαιώματα που αποκομίζω με τη συμμετοχή μου σε αυτόν;
Πέρα όμως από την επιβολή αυτών των διεκδικήσεων πρέπει να αναλογιστούμε άλλη μια ηθική διάσταση του προβλήματος. Κατά πόσο μπορούν αυτοί οι σύλλογοι των φοιτητών να στερούν αδιάκριτα κάτι το οποίο δεν τους ανήκει; Καλώς ή κακώς (προσωπικά κακώς θα έλεγα) η ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα παρέχεται μόνο από το κράτος. Από όσο γνωρίζω η εκπαίδευσή μου δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα κανενός φοιτητικού συνδικαλιστικού οργάνου. Παρόλα αυτά όταν λαμβάνονται αποφάσεις όπως την επιβολή καταλήψεων τα φοιτητικά συλλογικά όργανα επί της ουσίας μου στερούν τη μόρφωση και την εκπαίδευση, μια μόρφωση που δε μου την παρέχουν ούτως ή άλλως.
Η «πλειοψηφία» και ο μύθος της μαζικότητας:
Όλα τα προαναφερόμενα όμως θα αποτελούσαν την επιχειρηματολογία που θα έπρεπε να εκθέσει κάποιος στην περίπτωση που η κατάληψη όντως εξέφραζε τη θέληση της πλειοψηφίας. Στο παράδειγμα της Ιατρικής Αθηνών αυτό δεν αντανακλά καθόλου την πραγματικότητα. Σε μια σχολή 4000 ατόμων περίπου η απόφαση για την 1η εβδομάδα κατάληψης [6] (η αρχική απόφαση δηλαδή) κατοχυρώθηκε από 200 περίπου φοιτητές και με την απουσία της πρώτης σε ψήφους παράταξη (την ΔΑΠ ιατρικής). Ενδεχομένως στη γενική συνέλευση του ΣΦΙΑ τα 200 άτομα να αποτελούσαν την πλειοψηφία αλλά είναι παράλογο να θεωρήσουμε ότι το δείγμα αυτό είναι αντιπροσωπευτικό 4000 προπτυχιακών φοιτητών και αγνώστου αριθμού μεταπτυχιακών φοιτητών. Στις επόμενες συνελεύσεις εκτυλίχθηκε το ίδιο σκηνικό. Ακόμη και στη γενική συνέλευση της προηγούμενης Τετάρτης η οποία ήταν η πολυπληθέστερη, ο συνολικός αριθμός των φοιτητών δεν ξεπερνούσε τα 800 άτομα [7] (όπως ανέδειξε η καταμέτρηση των ψήφων). Δηλαδή εμφανίστηκε μόνο το 1/5 των προπτυχιακών φοιτητών και από αυτό το 1/5 τα 2/3 αποφάσισαν υπέρ της κατάληψης. Πώς είναι δυνατό να ευσταθεί οποιοδήποτε επιχείρημα συλλογικότητας; Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από αυτές τις γενικές συνελεύσεις είναι ότι η πλειοψηφία των φοιτητών έχει γυρίσει την πλάτη σε τέτοιες διαδικασίες. Με παράδειγμα την τελευταία ΓΣ τα 4/5 της σχολής απείχε και μάλιστα εν μέσω πολυδιαφημιζόμενης «αναταραχής» στο χώρο της εκπαίδευσης. Και όμως οι συνελεύσεις αυτές θεωρούνται από όλες τις φοιτητικές παρατάξεις ως νόμιμες και αντιπροσωπευτικές. Υπάρχει η κοινή πεποίθηση ότι είναι λογική αυτή η στάση καθώς είναι ρεαλιστικά αδύνατο να ανταποκριθούν 4000 άτομα στις διεργασίες της ΓΣ. Μπορεί αυτό να αληθεύει αλλά δεν αποδεικνύει πως επί της ουσίας μια μειοψηφία της μειοψηφίας μπορεί να επιβάλλει αποφάσεις.
Επίσης η πολυδιαφημιζόμενη «μαζικότητα» των κινητοποιήσεων είναι ένας μύθος. Μια καθημερινή επίσκεψη στο χώρο της ιατρικής σχολής εύκολα αποδεικνύει το συγκεκριμένο γεγονός. Κατάληψη προφανώς δε σημαίνει ότι απλά κλείνουμε το συγκεκριμένο χώρο και αποχωρούμε. Αντίθετα αποτελεί μια ακραία μορφή διαμαρτυρίας και υπονοεί ότι ο διαμαρτυρόμενος περιορίζεται στο χώρο που έχει καταλάβει και κάθεται στο σημείο αυτό έως ότου λήξει η διαμαρτυρία του. Μια επίσκεψη όμως στις περισσότερες σχολές (όχι μόνο στη Ιατρική) αποκαλύπτει ερημωμένες σχολές στις οποίες απλά έχουν στρατοπεδεύσει στις πύλες ορισμένοι «εκλεκτοί» της περιφρούρησης και διατηρούν άγρυπνο βλέμμα και ανακριτική διάθεση απέναντι σε όποιον επιχειρεί να εισέλθει στο χώρο της σχολής. Όλοι οι φοιτητές έχουν αρκεστεί σε lifestyle «αγώνα» στον οποίο ο φαρισαϊσμός ξεχειλίζει και στον οποίο ο ίδιος ο αγώνας δικαιολογεί τα αιτήματά του.
«Επανάσταση» χωρίς κόστος:
Αυτή η «τζάμπα» μαγκιά [8] διαστρεβλώνει κάθε ιδέας έντιμης διεκδίκησης αιτημάτων. Είναι «τζάμπα» μαγκιά καθώς οι φιλο-καταληψίες δεν αποδέχονται να επωμιστούν το κόστος των κινητοποιήσεων. Είναι αδιανόητο ότι η καλοκαιρινή εξεταστική απλά θα αναβληθεί (στη χειρότερα των περιπτώσεων καθώς δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στην Ιατρική το έτος να επεκτείνεται εντός του καλοκαιριού για αναπλήρωση από διάφορες «κινητοποιήσεις φοιτητών/καθηγητών) αντί να ματαιωθεί τελείως. Οι φοιτητές/καταληψίες «διεκδικούν» αιτήματα χωρίς να θέλουν να αναλάβουν το κόστος/ευθύνη των πράξεών τους. Διότι απλούστατα αν ο αγώνας είναι δίχως κόστος (δηλαδή «τζάμπα») τότε νομοτελειακά οι σχολές θα κλείνουν κάθε χρόνο για ποικίλο χρονικό διάστημα με οποιαδήποτε αιτιολογία (όπως και συμβαίνει). Για ποιο λόγο; Διότι παρέχονται κατά αυτό τον τρόπο «τζάμπα» διακοπές.
Τα κίνητρα των κινητοποιήσεων:
Η πραγματικότητα είναι ότι οι αποφάσεις για τέτοιου είδους κινητοποιήσεων λαμβάνονται με διάφορα κριτήρια εκ μέρους των φοιτητών. Υπάρχει όντως ένα μικρό τμήμα φοιτητών που πιστεύει στα αιτήματα των κινητοποιήσεων αλλά όπως αποδεικνύεται και από τον αριθμό των ατόμων που συμμετέχουν ενεργά στις καταλήψεις τα άτομα αυτά είναι ελάχιστα. Ισχυρότατο κριτήριο είναι η υπόσχεση για μεγάλης διάρκειας καλοκαιρινές διακοπές (δεν αποτελεί μεγάλο κόστος για μικρότερα έτη η αναβολή της εξεταστικής για Σεπτέμβριο). Αυτό αποδεικνύεται εύκολα αν παρατηρήσει κανείς το μεγάλο αριθμό φοιτητών οι οποίοι αποφασίζουν να ταξιδέψουν κατά τη διάρκεια της κατάληψης προς διάφορους προορισμούς. Προφανώς δεν έχω κάποια στατιστική για να αποδείξω τον ισχυρισμό μου αλλά λίγοι θα είναι εκείνοι ιδίως από φοιτητικούς κύκλους που μπορούν να αμφισβητήσουν το γεγονός αυτό.
Επίσης στην Ιατρική υπάρχει και άλλο ισχυρό κίνητρο (δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει σε άλλες σχολές). Το ιδιόμορφο καθεστώς των πτυχιακών εξετάσεων [9] επιτρέπει σε όσους φοιτητές έχουν ολοκληρώσει τις υποχρεωτικές εργαστηριακές και κλινικές ασκήσεις να μπορούν να δίνουν ανενόχλητοι εξετάσεις εν μέσω καταλήψεων. Αυτό το μέτρο αφορά κυρίως φοιτητές που έχουν ολοκληρώσει τα 6 έτη της ιατρικής σχολής αλλά σε πολλές περιπτώσεις εφαρμόζεται και σε φοιτητές του 6ου έτους με την απλή προϋπόθεση ότι έχουν τελειώσει την υποχρεωτική παρακολούθηση του υπο εξέταση μαθήματος. Επομένως με το καθεστώς αυτό φοιτητές 6ου έτους που δεν έχουν ολοκληρώσει τις υποχρεωτικές παρακολουθήσεις κάποιου μαθήματος λόγω κατάληψης δεν μπορούν να εξεταστούν σε αυτό ενώ αντίθετα φοιτητές που μπορούν να οφείλουν απροσδιόριστο αριθμό μαθημάτων και έχουν ολοκληρώσει τα 6 χρόνια φοίτησης (από 61 που είναι το σύνολο των μαθημάτων μέχρι και 1, μιας και δεν υπάρχει όριο στον αριθμό των μαθημάτων που μπορεί ένας φοιτητής να χρωστάει) να εξετάζονται κανονικότατα και να έχουν τη δυνατότητα να λάβουν το πτυχίο τους στη θερινή ορκωμοσία!
Είναι αδιανόητη αυτή η πριμοδότηση ορισμένων φοιτητών εις βάρος άλλων και ιδίως σε ένα τομέα όπως η ιατρική όπου ο χρόνος αποφοίτησης έχει τεράστια σημασία για την εύρεση θέσης ειδικότητας αλλά και αγροτικοί ιατρείου (αφού οι θέσεις αυτές καθορίζονται με λίστα αναμονής). Για το λόγο αυτό δεν είναι σπάνιο να βλέπει κανείς πτυχιακούς φοιτητές να ψηφίζουν υπέρ μιας κατάληψης για να μπορούν να καθυστερήσουν ένα έτος από την αποφοίτησή του (με αποτέλεσμα να βρίσκουν θέση ειδικότητας πιο νωρίς από ό,τι θα έβρισκαν αν το 6ο έτος αποφοιτούσε φυσιολογικά), ενώ διάφοροι 6οετείς που οφείλουν πολλά μαθήματα ψηφίζουν υπέρ καταλήψεων για να μπορούν να διαβάζουν ανενόχλητοι για τις πτυχιακές εξετάσεις (καθώς όπως είπαμε σε πολλά μαθήματα δικαιούνται να εξεταστούν κατά αυτό τον τρόπο). Για τις κατηγορίες αυτές των φοιτητών ο «αγώνας» αμέσως μεταφράζεται σε ακαδημαϊκό/επαγγελματικό πλεονέκτημα. Ο αριθμός των ατόμων αυτών είναι αρκετά σημαντικός από τη στιγμή που έχουν ίσως και το μεγαλύτερο κίνητρο να στηρίξουν αυτές τις κινητοποιήσεις. Ποιο είναι το τελικό αποτέλεσμα: Όσοι φοιτητές του 6ου έτους βρίσκονται ένα βήμα πριν τη λήψη (πράγμα το οποίο απαιτεί αρκετές θυσίες. Η ιατρική είναι έτσι σχεδιασμένη ώστε να αποτρέπεσαι από το να αποφοιτείς στα προκαθορισμένα έτη…) του πτυχίου να βρίσκονται σε μια κατάσταση εκβιασμού ενώ αντίθετα πριμοδοτούνται όλοι εκείνοι οι φοιτητές οι οποίοι ακαδημαϊκά τουλάχιστον δεν επέδειξαν την ίδια δέσμευση στις σπουδές τους. Και όμως αυτές οι ρυθμίσεις θεωρούνται αυτονόητες και φυσιολογικές!
Περί αποτελεσματικότητας:
Ως τελευταίο αντικείμενο σχολιασμού για τις καταλήψεις αναφέρω το επιχείρημα της αποτελεσματικότητας των καταλήψεων. Πολύ συχνά αναφέρεται ως επιχείρημα ότι οι καταλήψεις αποτελούν ένα σοβαρότατο μέσο πολιτικής πίεσης απέναντι στη κυβερνητική πολιτική και ουσιαστικά είναι το μόνο μέσο στη διάθεση των φοιτητών για να διαμαρτυρηθούν για αιτήματα που οι ίδιοι λαμβάνουν ως δίκαια. Η τοποθέτηση αυτή είναι αφελής για διάφορους λόγους. Πρώτον όπως αναφέραμε και πρωτύτερα οι αποφάσεις των φοιτητικών συλλόγων λαμβάνονται ακόμη και με τον ελάχιστο αριθμό φοιτητών και δεν αντανακλούν σε καμία περίπτωση «μαζική κινητοποίηση». Αν αρχικά 200 άτομα ήταν επαρκή για το κλείσιμο μιας σχολής 4000 φοιτητών τότε όλοι καταλαβαίνουμε ότι οι καταλήψεις δεν εκφράζουν μια πλειοψηφία. Δεύτερον ιδίως στην Ιατρική Αθηνών οι καταλήψεις αποτελούν φαινόμενο ρουτίνας και είναι ελάχιστες οι ακαδημαϊκές χρονιές μέσα στις οποίες δεν λαμβάνουν χώρα καταλήψεις (όπως είπαμε η συχνότητα των καταλήψεων οφείλεται ξεκάθαρα στο γεγονός ότι δεν υπάρχει ουσιαστικό κόστος για την πλειοψηφία των φοιτητών). Τέλος οι καταλήψεις στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων υποστηρίζονται από συγκεκριμένες φοιτητικές παρατάξεις που αυτοχαρακτηρίζονται «αγωνιστικές». Υπό αυτό το πρίσμα οι καταλήψεις εκλαμβάνονται περισσότερο ως ελληνικό έθιμο από την εκάστοτε κυβέρνηση παρά ως ουσιώδη αντιπαράθεση.
Επίσης όταν συζητάμε περί αποτελεσματικότητας μάλλον υπονοούμε ότι έχουμε ήδη εξαντλήσει τις άλλες «αγωνιστικές» επιλογές μας. Δηλαδή είναι παράλογο να ξεκινάς μια ναυμαχία με τη χρήση αεροπλανοφόρου ενώ σου αρκεί για το στόχο σου μια φρεγάτα. Στην πραγματικότητα όμως «αγώνας» στους φοιτητικούς κύκλους σημαίνει υποχρεωτικά κατάληψη. Είναι απίστευτη αυτή η διαστρέβλωση. Ως παράδειγμα αποτελεσματικότητας μπορούμε να αναφέρουμε το τμήμα χημείας στο Πανεπιστήμιο του Sussex στο Brighton. Λόγω υποχρηματοδότησης του τμήματος από τη σχολή ήταν ορατός ο κίνδυνος να καταργηθεί [10] το συγκεκριμένο τμήμα. Η κινητοποίηση φοιτητών και καθηγητών ήταν άμεση με διαδηλώσεις στο χώρο του πανεπιστημίου (όχι κατάληψη), με διενέργεια εράνου για την ανεύρεση χρημάτων αλλά και την προσπάθεια προσέλκυσης φαρμακοβιομηχανιών που θα ήταν διατεθειμένες να ενισχύσουν το τμήμα. Στην προκειμένη περίπτωση οι πόροι βρέθηκαν και το τμήμα σώθηκε από κατάργηση. Μάλιστα ο χαρακτήρας της κινητοποίησης ήταν τέτοιος που το θέμα καλύφτηκε από τη γνωστή επιστημονική επιθεώρηση Nature [11] ως κύριο θέμα. Μέχρι να μου αποδείξει κάποιος το αντίθετο, δε νομίζω ότι οι 4 εβδομάδες κατάληψης θα συγκινήσουν στον ίδιο βαθμό την επιστημονική ή ακαδημαϊκή κοινότητα.
Το συγκεκριμένο παράδειγμα το αναφέρω απλά για να αναδείξω εν τέλει το λογικό παράδοξο της έννοιας της κατάληψης. Είναι πράγματι πολύ περίεργη η αντίληψη που έχουν αρκετοί φοιτητές ότι μπορούμε να προασπίζουμε τα ακαδημαϊκά μας δικαιώματα από τη στιγμή που εμείς οι ίδιοι στην πράξη τα αναιρούμε. Πώς; Χάνοντας διδακτικές ώρες, περιόδους εξετάσεων και στην περίπτωση της ιατρικής κλινική εξάσκηση. Η κατάληψη από μόνη της με αυτό τον τρόπο υποβαθμίζει έστω και βραχυπρόθεσμα τη μόρφωση χωρίς να μπορεί να δικαιολογήσει την «αποτελεσματικότητά της.
Συμπέρασμα:
Απέφυγα συνειδητά να σχολιάσω τα αιτήματα των κινητοποιήσεων. Προσωπικά συμφωνώ με τις τοποθετήσεις του Φώτη Περλικού για τα αιτήματα. Δε θεώρησα σκόπιμο να τοποθετηθώ για τον απλούστατο λόγο ότι την κατάληψη την θεωρώ ακρότατο μέτρο διαμαρτυρίας ακόμη και στην περίπτωση που τα αιτήματα είναι δίκαια. Αυτό όμως που θεωρώ αυτονόητο είναι ότι όσοι υποστηρίζουν τις καταλήψεις πρέπει να είναι σε θέση να υποστηρίζουν αποτελεσματικά τις απόψεις τους. Διότι αν κάποιος θεωρεί ότι έχει τόσο δίκαιο ώστε να μπορεί να παραβιάζει στοιχειώδεις ακαδημαϊκές ελευθερίες άλλων συμφοιτητών του και εκπαιδευτικού προσωπικού αλλά και να καταπατάει δημόσια περιουσία με την ασπίδα του πανεπιστημιακού ασύλου, τότε η ελάχιστή του υποχρέωση είναι να μπορεί να αποδείξει την ορθότητα των τοποθετήσεών του. Δυστυχώς παρατηρώ από τη θέση μου μια ημι-αδιαφορία και ημιμάθεια οι οποίες εξαντλούνται σε γηπεδικούς συναισθηματισμούς [12].