ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ;

Ιούν 16th, 2005 | | Κατηγορία: Ελλάδα | Email This Post Email This Post | Print This Post Print This Post |

Τον Δεκέμβριο του 2003, και στα πλαίσια της έκθεσης Outlook, παρουσιάστηκε στο κοινό της Αθήνας ένα έργο του Βέλγου ζωγράφου Τιερί ντε Κορντιέ, που προκάλεσε «έντονες αντιδράσεις ως προσβλητικό του σταυρού, δηλαδή του συμβόλου της Χριστιανικής Θρησκείας» [1], όπως δήλωσε τότε ο υπ. Πολιτισμού Ε. Βενιζέλος. Ο κ. Έβερτ ζήτησε άμεσα την απόσυρση του εν λόγω πίνακα τονίζοντας ότι ο «πίνακας προσβάλλει βάναυσα το Χριστιανισμό και κατά συνέπεια δεν μπορεί να παραμείνει αναρτημένος σε δημόσιο χώρο» [1] και δήλωσε ότι αν δεν κατέβει ο πίνακας θα πάει να τον κατεβάσει ο ίδιος [2].

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ.

Από τις πολλές φωνές διαμαρτυρίας που ακούστηκαν εκείνη την εποχή, η πιο νηφάλια ίσως ήταν αυτή του ευρωβουλευτή της Ν.Δ. κ. Χατζηδάκη, που δήλωσε [3]: «Το συγκεκριμένο έργο προσβάλλει την αισθητική μου. Σε μια ιδιωτική γκαλερί ίσως να είχε θέση. Το πρόβλημα προκύπτει από την “ευλογία” του κράτους με την επίσημη έκθεση». Το σκεπτικό αυτό φαίνεται, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστο, απολύτως λογικό. Ο κ. Χατζηδάκης δε ζητάει την εκδίωξη κανενός. Απλά ισχυρίζεται ότι το κράτος δε θα έπρεπε να ‘νομιμοποιεί’ και/ή να χρηματοδοτεί την προβολή έργων που προσβάλουν τους πολίτες του.

Πότε όμως ένα έργο τέχνης μπορεί να χαρακτηριστεί προκλητικό και ποιος μπορεί να είναι αυτός που θα αποφασίζει για την τύχη του; Για να απαντήσουμε όμως ολοκληρωμένα σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το αν το κράτος έχει το δικαίωμα, ή την υποχρέωση, αν θέλετε, να χρηματοδοτεί άμεσα (μέσω επιχορηγήσεων) έργα τέχνης;

Αν η απάντησή μας είναι θετική, τότε πρέπει η απόφαση του αν ένα έργο τέχνης έχει ή δεν έχει καλλιτεχνική αξία να αφεθεί στην καλλιτεχνική κοινότητα αποκλειστικά. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η χειραγώγηση των τεχνών από την κρατική μηχανή θα ήταν αναπόφευκτη, όπως πολλές φορές έχει συμβεί στο παρελθόν.

Το κράτος όμως δε θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα να χρηματοδοτεί άμεσα έργα τέχνης, ή τους δημιουργούς τους. Η αξία ενός έργου θα πρέπει να αποδίδεται από την αγορά – τους φιλότεχνους πολίτες και τις οργανώσεις τους. Ο πολιτισμός είναι πολύ σημαντική υπόθεση για να την αφήνουμε στα χέρια των πολιτικών και θα ήταν τραγικό να αποφασίζουν γραφειοκράτες, ή οι ευνοούμενοί τους, για την πορεία των τεχνών. Η άμεση χρηματοδότηση είναι καταδικασμένη να οδηγεί, σχεδόν πάντα, στη στήριξη της μετριότητας.

Και είναι βέβαια αδιανόητο να στηρίζει το κράτος με το μόχθο μας το έργο κάποιας επαγγελματικής ομάδας σε βάρος των υπόλοιπων πολιτών, αλλά και των συναδέλφων τους που δεν εγκρίνονται από την εκάστοτε γραφειοκρατία. Γιατί δε χρηματοδοτούνται με τον ίδιο ζήλο οι μαθηματικοί, οι μηχανικοί, οι φυσικοί; Είναι άραγε λιγότερο σημαντικό το έργο τους;

Το επιχείρημα λοιπόν του κ. Χατζηδάκη μπορεί να ισχύει μόνο συνολικά, και όχι κατά περίπτωση. Ή στηρίζουμε τις τέχνες χωρίς παρεμβάσεις, ή παύουμε άμεσα κάθε κρατική χρηματοδότηση και παρέμβαση. Αν μια κοινωνία θέλει πραγματικά να στηρίξει την παραγωγή πολιτισμού, τότε μπορεί να δώσει τη δυνατότητα στους πολίτες της (π.χ. μέσω φορολογικών κινήτρων) να τη στηρίξουν. Είναι αναμενόμενο λοιπόν, όταν το κράτος χρηματοδοτεί άμεσα, να παρεμβαίνει και άμεσα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η παρέμβαση του κράτους (του Υπ. Πολιτισμού) οδήγησε στην απόσυρση του πίνακα του Τιερί ντε Κορντιέ και τη δικαίωση της ηθικολογίας και της σεμνοτυφίας. Έγραφε τότε, πολύ εύστοχα, ο κ. Νίκος Δήμου [4]: «Τι τα θέλουμε τα διεθνή πνευματικά γεγονότα, όταν είμαστε επαρχιώτες, σεμνότυφοι, θρησκόληπτοι και στενοκέφαλοι;»

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ.

Η απόσυρση όμως του ‘προσβλητικού’ ζωγραφικού πίνακα δεν ήταν φαίνεται αρκετή για τους ηθικολόγους εκείνης της περιόδου. Ο κ. Έβερτ δήλωνε: «οι ‘άσχετοι’ που επέτρεψαν την παρουσίαση ενός τέτοιου πίνακα ζωγραφικής θα υποστούν τις δέουσες συνέπειες και θα τιμωρηθούν».

Ο εισαγγελέας τότε του Αρείου Πάγου κ. Δ. Λινός, μετά την προτροπή του κ. Καρατζαφέρη, αποφάσισε να αναζητήσει τους «τυχόν υπαίτιους» για να τους οδηγήσει στη δικαιοσύνη. Το αποτέλεσμα ήταν η παραπομπή σε δίκη, από την εισαγγελέα Πρωτοδικών Βασιλική Λένη του, διοργανωτή της έκθεσης που φιλοξένησε τον πίνακα του Τιερί ντε Κορντιέ, Χρήστου Ιωακειμίδη. Αυτό που βέβαια είναι θλιβερό, δεν είναι το ότι υπάρχουν δικαστές που πιστεύουν στην ποινικοποίηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας (τέτοιοι υπάρχουν σε όλες τις χώρες του κόσμου και μάλλον πάντα θα υπάρχουν) – είναι το ότι το Ελληνικό Σύνταγμα και η αντίστοιχη νομοθεσία τους παρέχει αυτό το δικαίωμα.

Το κατηγορητήριο (βλέπε [5] ή [6]) είναι χαρακτηριστικό του επιπέδου και των διαθέσεων των ‘υπερασπιστών’ των χρηστών ηθών και της δημόσιας αιδούς. Στο πρώτο μέρος, η κ. Λένη, αφού αποφάσισε ότι ο συγκεκριμένος πίνακας «ήταν δήθεν έργο τέχνης καθ’ ότι δεν ανήκε στην πολιτιστική δημιουργία της ανθρωπότητος», καταλήγει (χρησιμοποιώντας τη γνωστή σοβαροφανή καθαρευουσοδημοτική γλώσσα των ελλήνων νομικών): «Είναι δε ο ανωτέρω άσεμνος πίνακας δημιουργία διεστραμμένης καλλιτεχνικής διανόησης, που προσβάλλει σαφώς την ανθρώπινη αιδώ». Στο δεύτερο μέρος της παραπομπής, κατηγορείται ο κ. Ιωακειμίδης ότι: «Με την ενέργειά του αυτή εξεδήλωσε ευθέως κακή βούληση περιφρονήσεως και χλευασμού, δημόσια, της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, […]». Εξεδήλωσε λοιπόν κακή βούληση, και μάλιστα δημόσια, ο κ. Ιωακειμίδης!

Η φιλελεύθερη αρχή όμως της ελευθερίας του λόγου, μέρος της οποίας είναι φυσικά και η ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης, πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη. Και η αξία της δε βρίσκεται στην προστασία απόψεων με τις οποίες όλοι συμφωνούμε (αυτές δε χρειάζονται την προστασία μας), αλλά στην προστασία ακριβώς θέσεων που θεωρούνται προσβλητικές και ‘εκτός ορίων’. Αν θέτουμε όρια στην απαγόρευση της λογοκρισίας, τότε ουσιαστικά ακυρώνουμε πλήρως το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου.

Θυμάμαι ότι με μεγάλη ευκολία χλευάζανε οι έλληνες πολίτες τους μουσουλμάνους φανταμενταλιστές όταν απαγόρευαν τους ‘Σατανικούς Στίχους’ του Salman Rushdie. Ακόμη και αυτοί, που τώρα ζητάνε τη δίωξη και τιμωρία του κ. Ιωακειμίδη, κατηγορούσανε με μανία τη Σοβιετική Ένωση για τις διώξεις που ασκούσε σε αντιφρονούντες συγγραφείς και καλλιτέχνες. Σε τι διαφέρει ακριβώς η περίπτωση του Salman Rushdie από αυτή του Τιερί ντε Κορντιέ;

Η ελευθερία του λόγου έχει κεντρική θέση στα θεμέλια της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η κατάργησή της οδηγεί αναγκαστικά στον απολυταρχισμό. Αν αναγνωρίζουμε το δικαίωμα της έκφρασης μόνο σε όσους συμφωνούνε μαζί μας (ή έστω διαφωνούνε με τους αντιπάλους μας), τότε καταργούμε πλήρως το νόημα του δικαιώματος αυτού. Καταργούμε όμως δυστυχώς έτσι και ολόκληρο το οικοδόμημα του φιλελεύθερου διαφωτισμού, καθώς και κάθε ελπίδα προόδου.

——————-

[1] http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=502426
[2] Εφημερίδα ‘Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ’: Tο χρονικό του «σκανδάλου», 3 Ιουνίου 2005
[3] http://www.khatzidakis.gr/dynamic/interview.asp?id=85
[4] http://www.ndimou.gr/newsarticle_gr.asp?news_id=43
[5] Εφημερίδα ‘Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ’: Tο κλητήριον θέσπισμα», 3 Ιουνίου 2005
[6] Εφημερίδα ‘ΤΟ ΒΗΜΑ’: H τέχνη ξανασταυρώνεται, 29 Μαΐου 2005

Σχολιαστε