- e-rooster.gr - http://e-rooster.gr -

Η “Πράσινη» Νέα Δημοκρατία ίσον το «μπλε» ΠΑ.ΣΟ.Κ.

«Η ταύτιση μιας παράταξης – κόμματος με αρνητικές επιλογές – πραγματικές , η άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής «πράσινης – ΠΑ.ΣΟ.Κ.» ως κακό παράδειγμα είναι ένα «ολοκληρωτικό» επιχείρημα για την ιστορία και τις προθέσεις μιας ιστορικής παράταξης – κόμματος όπως το ΠΑ.ΣΟ.Κ.»
Απόφθεγμα του Γεωργίου Παπούλια, φίλου και πολιτικού συνομιλητή.

(Το άνω απόφθεγμα αποτέλεσε την αφορμή κουβέντας μου με το Γ. Παπούλια πάνω στα διαχρονικά ζητήματα της εθνικής οικονομίας και πολιτικής. Τα συμπεράσματά μου μπορείτε να δείτε διαβάζοντας το παρακάτω άρθρο.)

Η πολιτική ιστορία της χώρας μας βρίβει από αντιθέσεις και διχασμούς. Σχεδόν η δημιουργία του ελληνικού Κράτους στηρίζεται άμεσα κι έμμεσα σε διχαστικές τάσεις που δεν έπαψαν να ταλανίζουν τους επαναστατημένους Έλληνες. Από μικροί ανατραφήκαμε με την ιδέα πως η διχόνοια κατέστρεψε τους Έλληνες αλλά η ομόνοια ήταν ο καλύτερος σύμμαχός τους για την επίτευξη ανώτερων σκοπών.

Κι όμως σήμερα στην πιο σύγχρονη έκφανση της μικροπολιτικής μας ζωής, ισχυρίζομαι, ότι δεν πάσχομε τόσο από ουσιαστικές διχογνωμίες όσο από αλληλοκαλύψεις θέσεων και πολιτικών πρακτικών μεταξύ των δύο αστικών κομμάτων δηλ. της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑ.ΣΟ.Κ..

Μάλιστα θεωρώ ότι αυτή η αλληλοκάλυψη δίνει μεν στα κόμματα εξουσίας μια ασφάλεια και σιγουριά όσο αφορά τη διαδοχή τους στη διακυβέρνηση της χώρας σε βάρος όμως δυστυχώς σε αναθεωρητικές ή μεταρρυθμιστικές (εκσυγχρονιστικές) επιλογές. Η όσμωση των δυο κομμάτων ,(κατά την περίφημη πρόβλεψη του Anthony Downs, «Οικονομική Θεωρία της Δημοκρατίας», Παπαζήσης, Αθήνα, 1997), βαίνει αργά αλλά σταθερά τροχοπέδη στον εκσυγχρονισμό της πολιτικής μας μεσοπρόθεσμα.

Σύμφωνα με τα κατά καιρούς προγράμματα των δύο μεγάλων κομμάτων θα έπρεπε χοντρικά να είχαμε τα εξής: Η Νέα Δημοκρατία να είναι ένα δεξιό, συντηρητικό κόμμα βαθιά προσηλωμένο στις αρχές του κράτους Δικαίου, στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, στην παραγωγική δύναμη της αγοράς, να επιθυμεί στην κοινωνία την τάξη και την ασφάλεια, με χρώμα – σύμβολο, όπως γνωρίζουμε το «μπλε».

Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. από την άλλη, όφειλε να είναι ένα κόμμα σοσιαλιστικό, έστω σοσιαλδημοκρατικό, αριστερό, αποδεχόμενο όλους τους αστικούς θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του κράτους Δικαίου σήμερα, προοδευτικό και ανανεωτικό, ευαίσθητο σε κοινωνικά και οικολογικά θέματα, δίνοντας έμφαση στο κοινωνικό Κράτος, στηριζόμενο στην αγορά και τους φορείς της υπό τον έλεγχο ή την ψιλή εποπτεία του Κράτους, με χρώμα σύμβολο το «πράσινο».

Ο πολίτης τώρα γνωρίζει, ότι από όλα τα κόμματα ή τους συνασπισμούς κομμάτων ή κινήματα ή κινήσεις πολιτών, μόνο τα δύο μεγάλα είναι εκείνα τελικώς που θέλουν κι αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας. Δεν υπάρχουν ενδείξεις από μικρά κοινοβουλευτικά κόμματα, ότι έχουν αναπτύξει νοοτροπίες συνεργασίας μετεκλογικής, με συνέπεια όλα αυτά τα κόμματα είτε να γίνονται διαμαρτυρίας και έκφρασης δυσαρέσκειας είτε λαϊκιστικά, επομένως εκ θέσεως μη δυνάμενα να συμβάλλουν δυναμικά στη διακυβέρνηση της χώρας.

όσο κι αν υβρίζονται σε επίπεδο καφενείου οι δυο μεγάλοι, η απάντηση δυστυχώς βρίσκεται, ότι δεν υπάρχουν κι άλλοι εντός Βουλής που μπορούν κι θέλουν να αναλάβουν ευθύνες. Ο λαός το γνωρίζει τούτο αρκετά καλά κι πολύ σοφά το εκφράζει αυτό με τη ψήφο του

Τελικώς δηλαδή όσο κι αν υβρίζονται σε επίπεδο καφενείου οι δυο μεγάλοι, η απάντηση δυστυχώς βρίσκεται, ότι δεν υπάρχουν κι άλλοι εντός Βουλής που μπορούν κι θέλουν να αναλάβουν ευθύνες. Ο λαός το γνωρίζει τούτο αρκετά καλά κι πολύ σοφά το εκφράζει αυτό με τη ψήφο του, χωρίς να σημαίνει τούτο διόλου έκφραση του επάρατου δικομματισμού, που τόσο άστοχα δυσφημούν οι μικροί του κοινοβουλίου, όταν στην ουσία αυτοί, οι μικροί, με τις πολιτικές τους στρατηγικές της μη συνεργασίας μεταφέρουν το όλο διακύβευμα της διακυβέρνησης στους μεγάλους του Κοινοβουλίου.

Αναγκαστικά λοιπόν πέφτει το βάρος της ανάλυσής μου στα δύο μεγάλα κόμματα, διότι θεωρώ πως η πολιτική μας ζωή τελικά διαμορφώνεται από την παράλληλη ιδεολογική και πρακτική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑ.ΣΟ.Κ..

Θα ήθελα τέλος να επισημάνω τη θετική εξέλιξη των τελευταίων δεκαετιών όσο αφορά στο ξεπέρασμα διχαστικών στάσεων πολιτών και πολιτικών πάνω στο σχήμα «Δεξιά- Αριστερά» και στα εμφυλιακά συμπλέγματα. Τώρα βέβαια εκ του ασφαλούς γνωρίζουμε, πόσο καταστροφικός στη διαμόρφωση δημοκρατικής νοοτροπίας στην οργάνωση του Κράτους όσο στη διακυβέρνηση του τόπου αλλά όσο και στις στάσεις και δράσεις των πολιτών υπήρξε ο εμφύλιος πόλεμος του 1946-1949 για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ίσως με μοναδικό όφελος τη μη χειραγώγηση της Ελλάδας σε «ερυθρά» ολοκληρωτικά συστήματα σοβιετικού τύπου, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει την αποφυγή γενικευμένης πολιτικής αστάθειας όσο και της στρατιωτικής δικτατορίας του 1967-1974 και την ανάπτυξη, εξαιτίας της προαναφερόμενης καταπίεσης και ελέγχου από πλευράς της κρατικής δραστηριότητας (πατερναλιστική διακυβέρνηση), μιας δραστήριας και παγκοσμίου αναγνώρισης πολιτισμικής αντίδρασης και αντίστασης (ποίηση, δράμα-θέατρο, μουσική, δημοσιογραφία, λογοτεχνία, παντού έχουμε την αντίσταση του πνεύματος: Μ. Θεοδωράκης, Μ. Χατζιδάκις, Γ. Μαρκόπουλος, Σ. Ξαρχάκος, Γ. Ρίτσος, Ο. Ελύτης, Γ. Σεφέρης, Μ. Κατράκης, Ε. Λαμπέτη, Μ. Μερκούρη, Θ. Βέγγος, Ν. Καζαντζάκης, Ε. Παπανούτσος, Γ. Λαμπράκης, Τ. Καρέζη, Π. Φυσούν, κ. λοιποί, είναι ένας ατελείωτος κατάλογος προσωπικοτήτων της δράσης και του πνεύματος από όλους τους καλλιτεχνικούς-ακαδημαϊκούς χώρους).

Όμως η απάλειψη του εμφυλιακού συμπλέγματος από την πολιτική σκηνή με κανένα τρόπο δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται ως απάλειψη των πολιτικών διαφορών, στίγματος και κατεύθυνσης των πολιτικών κομμάτων αλλά το εναντίον. Το πνεύμα ανεκτικότητας του άλλου και του διαφορετικού στην πολιτική κάτω από τους γενικούς κανόνες του κράτους Δικαίου αποτελεί τη βασική προϋπόθεση προόδου και αποτελεσματικότητας του πολιτικού μας συστήματος.

Ισχυρίζομαι, όπως κι ο τίτλος υπονοεί, ότι, μετά την περίοδο διακυβέρνησης του κ. Κ. Μητσοτάκη (1990-1993), που υπήρχε ξεκάθαρο ιδεολογικό-πολιτικό στίγμα φιλελεύθερης απόχρωσης της τότε κυβερνητικής παράταξης της Νέας Δημοκρατίας αλλά χλιαρής εφαρμογής λόγω της ισχνής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας παρά των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων σε διάστημα ενός έτους που έδινε σημαντική ποσοστιαία διαφορά μεταξύ Ν. Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ. υπέρ της πρώτης, οι διακυβερνήσεις κυρίως του κ. Κ. Σημίτη αλλά και μετέπειτα του κ. Κ. Καραμανλή, δανείζονταν μέτρα, αντιλήψεις και στοχοθεσίες πιο πολύ από τη «φαρέτρα» του αντιπάλου τους όσο από το ιδεολογικό δικό τους οπλοστάσιο.

τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας δε φροντίζουν να έχουν ένα ξεκάθαρο πολιτικό προγραμματικό λόγο και στόχευση πρακτικής πολιτικής, ώστε ο πολίτης να μπορεί ξεκάθαρα να επιλέγει, ανάμεσα παραδείγματος χάριν σε περισσότερους φόρους- λιγότερους φόρους, τόνωση της οικονομίας ή διεύρυνση και εμβάθυνση του κοινωνικού κράτους

Η κριτική που ασκώ τώρα, δεν είναι της μορφής π. χ. , αν οι σοσιαλιστές θέλουν να εφαρμόσουν φιλελεύθερη πολιτική αναγκαστικά θα αποτύχουν ή αν οι συντηρητικοί εφαρμόσουν κοινωνική πολιτική, θα τα θαλασσώσουν. Όχι, δεν εξετάζω αυτή τη διάσταση. Ούτε βλέπω άλλες διαστάσεις, π.χ. της ηθικής (θα ήταν πρέπον να αντιγράφει το ένα το άλλο κόμμα εξουσίας τόσο απλά;) ή της ικανότητας ή της ανικανότητας (γιατί να δανείζονται οι μεν από τους άλλους ιδέες, μέτρα , λογικές..). Δεν εννοώ πως αυτές οι θέσεις είναι ασήμαντες αλλά δεν τις εξετάζω, γιατί με απασχολεί κάτι άλλο. Επίσης δεν ισχυρίζομαι, ότι τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα απέτυχαν πλήρως και σε όλα. Υπάρχουν παραλείψεις και λάθη που από το εκάστοτε κάθε φορά παρελθόν αναφύονται στο παρόν ή πρόκειται να αναφανούν στο μέλλον (δες οικονομικά προβλήματα της χώρας), «τα κληρονομούμενα προβλήματα», τα οποία διαιωνίζονται, εξαιτίας, κατά την προσωπική μου γνώμη, δομικών αντιφάσεων ή ανεπαρκειών που δεν επιτρέπουν στο πολιτικό σύστημα κατά τη διαδοχή κομμάτων εξουσίας να αντιμετωπίσουν τέτοια προβλήματα.

Κι εδώ εστιάζεται η κριτική μου. Για μένα προσωπικά το κέντρο βάρους τέτοιων είδους προβλημάτων βρίσκεται στο γεγονός, πως τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας δε φροντίζουν να έχουν ένα ξεκάθαρο πολιτικό προγραμματικό λόγο και στόχευση πρακτικής πολιτικής, ώστε ο πολίτης να μπορεί ξεκάθαρα να επιλέγει, ανάμεσα παραδείγματος χάριν σε περισσότερους φόρους- λιγότερους φόρους, τόνωση της οικονομίας ή διεύρυνση και εμβάθυνση του κοινωνικού κράτους. Με φόντο την τετραετία να μπορεί να επιλέγει ο πολίτης το είδος και το εύρος της πολιτικής μέσω των κομμάτων που επιλέγει. Αυτό το ξεκάθαρο ανταγωνιστικό τοπίο είναι που λείπει από την πολιτική μας σκηνή και γι’ αυτό έχουμε την αίσθηση ότι ζούμε σε μια πολιτική θολούρα, όπου το ΠΑ.ΣΟ.Κ. πότε-πότε μοιάζει να γίνεται «μπλε» και η Νέα Δημοκρατία «πράσινη». «Τα όνειρά μας γκρι!»

Το πολιτικό σύστημα, κατά την άποψή μου, θα χρειαζόταν ισορροπία στο χρόνο διακυβέρνησης, τούτο εστίν ο χρόνος διακυβερνήσεως ακολουθεί τους αριθμούς 4, 8 και εναλλαγή των δυο κομμάτων εξουσίας, τούτο εστί ότι τα 8 χρόνια διακυβερνήσεως θα τείνει να γίνεται το ανώτατο όριο διακυβερνήσεως ενός κόμματος, με την βασική προϋπόθεση βέβαια ότι τα πακέτα πολιτικής μεταξύ των δύο κομμάτων θα είναι ευανάγνωστα, ξεκάθαρα, ιδεολογικά προσανατολισμένα (π.χ. διαπιστώνω το εξής πρόβλημα σύμφωνα με την ανάλυσή μας, η αιτία του βρίσκεται εκεί, θα το αντιμετωπίσω έτσι) εφαρμόσιμα και αξιολογήσιμα. Μην ανησυχούμε, ο πολίτης στο τέλος , όταν το τοπίο είναι καθαρό, ξέρει να δαμάζει τα προσωπικά του συμφέροντα και να κρίνει ή να επιδοκιμάζει τα γενικά, συλλογικά κτλ.. Λοιπές στρατηγικές και κρίσεις των κομμάτων και πολιτικών για το εκλογικό σώμα με πείθουν πιο πολύ για την εμμονή των κομμάτων στην εξουσία παρά για την αγαθή τους πρόθεση περί του καλού της κοινωνίας!!!

Στο τελευταίο ερώτημα μου, αν θα μπορούσαν «οι μεγάλοι» του κοινοβουλίου να μάθουν από τους «μικρούς», η απάντηση είναι: ΝΑΙ. Όχι όμως από τους «μικρούς» εντός του κοινοβουλίου αλλά εκτός αυτού κι από αυτούς μάλιστα που δεν αναμασούν την ίδια αριστερή καραμέλα της διαμαρτυρίας ενάντια στο «φευ!» καπιταλιστικό σύστημα αλλά από εκείνους που έχουν μάθει να εργάζονται συστηματικά, χωρίς να αιθεροβατούν, να ελέγχουν τα πράγματα στο βάθος τους κι επιστημονικά προτείνοντας θαρραλέα τις αναγκαίες λύσεις με δίκαιο τρόπο, όχι τον σύνηθες νεοελληνικό.

Σωκράτης Μεταξάς