Γιατί η επίσημη ιστορία είναι εσφαλμένη.
του Lawrence Gasman1 [2]
Εισαγωγή
Όταν ο Bill Clinton υπέγραψε τον Νόμο περί Τηλεπικοινωνιών του 1996 [3], επικρατούσε ευρεία συναίνεση πως ο νόμος εκείνος θα έδιωχνε το πεθαμένο χέρι του κρατικού έλεγχου και θα έδινε στο αόρατο χέρι του ανταγωνισμού την δυνατότητα να χτίσει μια τηλεπικοινωνιακή υποδομή που άρμοζει στην εποχή της πληροφορίας.
Οι μόνοι διαφωνούντες ήταν ορισμένοι αναλυτές — ίσως ακόμα και ένας ή δύο νομοθέτες — φιλελεύθερων πεποιθήσεων που πίστευαν πως ο νόμος δεν έκανε αρκετά — για παράδειγμα ήθελαν να καταργηθεί η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών (FCC) [4]2 [5] — και μερικοί της αριστεράς που αισθάνονταν πως η κυβέρνηση εγκατέλειπε με αυτόν τον νόμο τον ρόλο εκείνο που κατά την γνώμη τους θα έπρεπε να έχει, στην παροχή προσιτών και καθολικά διαθέσιμων υπηρεσιών τηλεφωνίας και δεδομένων.
Αυτές οι αντίθετες φωνές σταδιακά σιωπήσαν καθώς τα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν μάρτυρες μιας τεράστιας ανόδου της τηλεπικοινωνιακής βιομηχανίας. Όπως φαίνεται στο σχήμα 1, οι προμήθειες τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού από τα εργοστάσια των ΗΠΑ σημείωσαν άνοδο δίχως προηγούμενο κατά την δεκαετία του 1990. Για την ακρίβεια, η άνοδος της τηλεπικοινωνιακής αγοράς ξεκίνησε μερικά χρόνια πριν από τον νόμο του 1996, προφανώς γιατί είχε γίνει εμφανές ότι μια μεγάλη πλειονότητα του Κονγκρέσσου τάσσονταν υπέρ του να “γίνει κάτι με τις τηλεπικοινωνίες”. Ένα περιεκτικο νομοθετήμα που θα απορρύθμιζε την αγορά ήταν στην ουσία βέβαιo και η αγορά συμπεριφέρθηκε αναλόγως.

Σχήμα 1: Προμήθειες Τηλεπικοινωνιακού Εξοπλισμού στις ΗΠΑ.
Πηγή: U.S. Department of Commerce
Όταν και κυρώθηκε ο νόμος, οι πολιτικοί και οι δημόσιοι ελεγκτές γρήγορα συνεχάρησαν εαυτούς για την επιτυχία τους. Ο αντιπρόεδρος Al Gore, που, παρ’ότι δεν εφεύρεσε το διαδίκτυο, σίγουρα το κατέστησε προσωπική σταυροφορία κατά την θητεία του ως γερουσιαστής και αντιπρόεδρος, είπε:
Είμαστε στο χείλος μιας επανάστασης που είναι το ίδιο σημαντική με τις αλλαγές στην οικονομία που συνόδευσαν την Βιομηχανική Επανάσταση. Σύντομα τα ηλεκτρονικά δίκτυα θα επιτρέπουν στους ανθρώπους να υπερβαίνουν τα εμπόδια του χρόνου και της απόστασης και να επωφελούνται παγκοσμίων αγορών και επιχειρηματικών ευκαιριών που σήμερα ούτε να φανταστούμε δεν μπορούμε, ανοίγοντας έτσι έναν νέο κόσμο οικονομικών δυνατοτήτων και προόδου3 [6].
Ο Reed Hundt [7] — που προέδρευσε στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών κατά την υλοποίηση του αμερικανικού νόμου περί τηλεπικοινωνιών του 19964 [8] — είχε τα εξής να πει για τον αντίκτυπο της θητείας του στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών:
Η τηλεπικοινωνιακή επανάσταση έχει τεχνολογικές, οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις που κάθε μία και όλες μαζί είναι χωρίς προηγούμενο και προσδοκία. Αυτή η πολύπλευρη επανάσταση δεν θα ήταν τόσο μεγάλης κλίμακας και εύρους χωρίς τους νέους νόμους . . . που θεσπίστηκαν κατά την πρώτη θητεία της κυβέρνησης Clinton-Gore . . . Τώρα μερικά χρόνια μετά από τα γεγονότα . . . φαίνεται πως χάρη σε έναν συνδιασμό σχεδιασμού και τύχης, οι οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις της Επιτροπής . . . βοήθησαν όχι μόνο στην ανάπτυξη της Νέας Οικονομίας, αλλά και στην ανάπτυξη της Κοινωνίας του Διαδικτύου. Αυτά τα δίδυμα φαινόμενα έχουν δημιουργήσει περισσότερο πλούτο και ευκαιρίες για βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων των πολιτών απ’ότι έχει ποτέ ξανά απολαύσει κάποιο κράτος.5 [9]
Κατά τρόπο ειρωνικό, και τα δύο αυτά σχόλια έγιναν ακριβώς πριν αρχίσει η ραγδαία πτώση της τηλεπικοινωνιακής βιομηχανίας κατά το έτος 2000. Φτάνοντας στο 2002, ο Michael Powell [10], που διαδέχθηκε τον Hundt ως πρόεδρος της Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών, έκανε την εξής σύνοψη της πραγματικής κατάστασης της τηλεπικοινωνιακής αγοράς:
Η βιομηχανία αυτή υποφέρει — έχουν χαθεί σχεδόν 500.000 θέσεις εργασίας, 2 τρισεκατομμύρια δολλάρια αξιών αναφέρεται ότι έχουν εξαφανιστεί και σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις οι επιχειρήσεις εργάζονται επιβαρυμένες με χρέη σχεδόν ενός τρισεκατομμυρίου. Δυστυχώς την εποχή αυτή χαρακτηρίζουν τα εταιρικά σκάνδαλα, ο υπερκορεσμός, ο υπερανταγωνισμός σε κάποιες αγορές, η περιστολή του κεφαλαίου, οι συνεχιζόμενες υποβαθμίσεις των αξιολογήσεων φερεγγυότητας, οι συνεχιζόμενες περικοπές σε εργατική δύναμη και σε πάγιες δαπάνες, καθώς και οι χρεωκοπίες. Λίγοι ευημερούν. Λίγοι αναπτύσσονται. Λίγοι ξοδεύουν. Λίγοι επενδύουν. Ο σίγουρος θάνατος αποτελεί το status quo.6 [11]
Τηλεποικοινωνιακές εταιρίες γκρεμίστηκαν. Προμηθευτές εξοπλισμών εξανεμίστηκαν. Εταιρίες εξαρτημάτων κατέρρευσαν. Και η εικόνα του Διευθύνοντος Σύμβουλου στην τηλεπικοινωνιακή βιομηχανία υποβαθμίστηκε από αυτή ενός υπερήρωα της Ράντ [12] σε αυτή ενός καθάρματος του Dickens [13]. Στα μέσα του 2002, σε ένα άρθρο με τίτλο “Η Μεγάλη Τηλεπικοινωνιακή Κατάρρευση [14]” που εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του Economist, χρησιμοποιήθηκε ένα σκίτσο για να περιγράψει τα βάσανα της βιομηχανίας. Το σκίτσο έδειχνε έναν μεγάλο κρατήρα που περιστοιχιζόταν από συντετριμμένους θεατές — προφανώς επενδυτές και υπαλλήλους μεγάλων τηλεπικοινωνιακών εταιριών. Το ίδιο το άρθρο ξεκινούσε σημειώνοντας πως “όσο μεγαλύτερες είναι, τόσο πιο σκληρά πέφτουν.” Και το γράμμα του εκδότη στο ίδιο τεύχος έκανε την υπόθεση ότι “η άνοδος και η πτώση των τηλεπικοινωνιακών εταιριών μπορεί όντως να δικαιούται τον τίτλο της μεγαλύτερης φούσκας στην ιστορία.”.7 [15]
Η Επίσημη Ιστορία
Τι ήταν που προκάλεσε τόσο ορμητική πτώση; Η τηλεπικοινωνιακή βιομηχανία ήταν πάντοτε κυκλική όσον αφορά τις πάγιες δαπάνες, αλλά κυκλικός δεν σημαίνει “εκτοξεύομαι και μετά καταρρέω”. Κατά αυτό τον τρόπο κανείς μπορούσε να περιμένει μια ελάτωση των τεράστιων επενδύσεων που ξεκίνησαν στην δεκαετία του 1980, επενδύσεις που είχαν ως σκοπό την μετατροπή του παλιού αναλογικού δικτύου φωνής σε ένα ψηφιακό δίκτυο που ήταν εξίσου ικανό να μεταφέρει φωνή, δεδομένα και εικόνα. Όμως γιατί να συμβεί τόσο απότομα; Η συμβατική άποψη — αυτό που θα ονομάσουμε “επίσημη ιστορία” — είναι ότι ένα μάτσο άπληστοι κερδοσκόποι, παρατηρώντας ότι κάτι υπήρχε πίσω από αυτό το διαδίκτυο και τα περί “εποχής της πληροφορίας”, μπήκαν στην τηλεπικοινωνιακή αγορά, υπερέβαλλαν τις δυνατότητες της και παρασύραν τους επενδυτές έτσι ώστε να μεγαλώσουν τις τιμές των μετοχών τους. Τότε, την τελευταία στιγμή, όπως η αγορά άρχιζε να αναγνωρίζει την υπερβολή και την απάτη, αυτοί οι εγκληματίες βγήκαν από την αγορά με άθικτες τις μεγάλες προσωπικές τους περιουσίες. Σύμφωνα με αυτή την εξήγηση, το φταίξιμο για την κατάρρευση των τηλεπικοινωνιακών εταιριών βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια των άπληστων επιχειρηματιών και το γεγονός αυτό μας υποδεικνύει ακριβώς τι συμβαίνει όταν επιχειρείται η απορρύθμιση της αγοράς. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της άποψης, δείτε τα παρακάτω παραθέματα:
- “Αυτό που έγινε στην παγκόσμια τηλεπικοινωνιακή αγορά… είναι ένα καλό μάθημα σε όλους όσους προσυπογράφουν την απλή πρόταση ότι το δημόσιο είναι κακό και το ιδιωτικό είναι καλό.” (Will Hutton, “Η Τιτάνια Απληστεία των Γιγάντων των Τηλεπικοινωνιών,” Observer [UK], Απρίλιος 2001)
- “Τα χαλασμένα επιχειρηματικά μοντέλα και το βαρύτατο χρέος είναι το αποτέλεσμα της απληστίας, του επιχειρηματικού εγκλήματος και της άκριτης ρύθμισης.” (Peter A. Bernstein, “Τι φταίει στις Τηλεπικοινωνίες [16],” IEEE Spectrum Online, Ιανουάριος 2003)
- “Τα οικονομικά προβλήματα της [WorldCom] έγιναν σύμβολο όχι μόνο της κατάρρευσης της κερδοσκοπικής φούσκας υψηλών τεχνολογιών της δεκαετίας του 1990, αλλά και της απληστίας και του επιχειρηματικού εγκλήματος που είναι συνώνυμα με αυτή την εποχή.” (Christopher Stern, “Δικαστής επιτρέπει στην WorldCom την έξοδο από την χρεωκοπία,” Washington Post, 1 Νοέμβριου, 2003, σελ. A1)
Όπως όλες οι καλές ημιαλήθειες, η επίσημη ιστορία είναι πράγματι μόνο η μισή αλήθεια. Από τα μεγάλοστελέχη των τηλεπικοινωνιακών επιχειρήσεων στα χρόνια της φούσκας, κάποιοι ήταν ανόητοι και κάποιοι ήταν εγκληματίες.8 [17] Δεν υπήρχε John Galt9 [18] ανάμεσα τους. Ήταν κάθε άλλο παρά ενάρετα στελέχη που προσπαθούσαν να πείσουν τον οποιονδήποτε δεχόταν να τους ακούσει — τους επενδυτές, τον τύπο, τους αναλυτές και την γενικό κοινό — ότι το μέλλον των τηλεπικοινωνιών προδιέγραφε μόνο καλά πράγματα. Μήπως όμως η τηλεπικοινωνιακή κατάρρευση προκλήθηκε όχι από τον απορρυθμιστικό ζήλο εκείνου του νόμου του 1996 αλλά από το γεγονός ότι αυτός ο νόμος δεν προχώρησε αρκετά στην κατεύθυνση της απορρύθμισης;
Τηλεπικοινωνιακοί Διοικητές με Κακή Συμπεριφορά;
Ας εξετάσουμε πρώτα τα μειονεκτήματα της επίσημης ιστορίας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι να εξηγηθεί πως οι υποτιθέμενοι κακοί αποκτήσαν τόση δύναμη. Πολλοί από τους διάσημους διευθύνοντες σύμβουλους που κατηγορούνται ότι ποδηγέτησαν την βιομηχανία την περίοδο της φούσκας ήταν, εξάλλου, “πρωτάρηδες”. Πάρτε για παράδειγμα το ιστορικό του Bernie Ebbers [19], που ήταν διευθύνων σύμβουλος της WorldCom [20] εκείνη την περίοδο. Πριν ξεκινήσει την WorldCom, ο Ebbers διαχειριζόταν ξενοδοχεία. Ο Winnick, που ήταν συνιδρυτής της Global Crossing [21], είχε στο παρελθόν ασχοληθεί με ομόλογα υψηλής απόδοσης10 [22] και πριν από αυτό με την βιομηχανία επίπλων. Τέτοια βιογραφικά ήταν κοινός τόπος εκείνη την εποχή. Όμως μοιάζει απίθανο ότι μια χούφτα στελέχη με τέτοιο ιστορικό θα μπορούσαν πράγματι να κοροϊδέψουν τόσους ανθρώπους σε μια βιομηχανία που είναι 130 χρονών με ώριμη και συντηρητική διοικητική δομή και με εξελιγμένη κατανόηση του ποιά πράγματα πετυχαίνουν και ποιά όχι — και από τεχνολογική αλλά και από επιχειρηματική άποψη. Η τηλεπικοινωνιακή βιομηχανία ούτε είναι ουτε ήταν η βιομηχανία dot com για να την διαχειρίζονται νέοι άντρες και γυναίκες με ελάχιστη διοικητική εμπειρία, ή κλίση προς την διοίκηση, και με μια ακόρεστη όρεξη για την υπερβολή.
Το δεύτερο μεγάλο ερώτημα είναι πως ακριβώς οι άνθρωποι στην κορυφή μπορούσαν να κάμπτουν την βιομηχανία όπως θέλαν. Σχεδόν κανείς δεν πιστεύει ότι η τηλεπικοινωνιακή φούσκα προκλήθηκε από ανώτερα στελέχη που έκλεβαν χρήματα κατευθείαν από τις ίδιες τις εταιρίες τους. Υπήρχαν μερικές περιπτώσεις τέτοιων εγκλημάτων, αλλά όχι αρκετές ώστε να καταρρεύσει η βιομηχανία. Υπήρχαν πάρα πολλά παραδείγματα κακής διοίκησης και κακής κρίσης.11 [23] Αλλά και πάλι, είναι δύσκολο να βρεθεί μια ισχυρή αιτιακή σχέση μεταξύ αυτού και της καταστροφικής παρακμής της τηλεπικοινωνιακής βιομηχανίας. Έπειτα, υπήρχαν οι πρακτικές “δημιουργικής λογιστικής [24]” που χρησιμοποιήθηκαν για να καλυφθούν οι απώλειες των μεγάλων τηλεπικοινωνιακών εταιριών κατά την περίοδο που η αγορά των τηλεπικοινωνιών έπαιρνε την κάτω βόλτα. Η αναγνώριση της χρήσης αυτών των πρακτικών σίγουρα βοήθησε την κατάρρευση. Όμως αυτές οι πρακτικές θα μπορούσαν εξίσου εύκολα να ερμηνευτούν ως οι πράξεις πανικόβλητων διοικήσεων αντί να ερμηνευτούν ως έξυπνοι χειρισμοί των ίδιων διοικήσεων. Πράγματι, στις περιπτώσεις όπου οι υποτιθέμενοι κακούργοι ήταν νεαροί σε αυτή την βιομηχανία, η ανοησία και ο πανικός μοιάζουν περισσότερο πιθανές εξηγήσεις από ότι η μοχθηρία.
Αν και σε μερικές περιπτώσεις, κάποια στελέχη πραγματικά προσπάθησαν να παρασύρουν τους επενδυτές και γενικότερα τον κόσμο ως προς το πόσο καλά πήγαιναν οι ίδιες οι εταιρίες τους, ένας από τους μεγάλους μύθους για αυτά τα κεφάτα χρόνια των τηλεπικοινωνιών είναι ότι οι υψηλά ιστάμενοι της βιομηχανίας κατάφεραν να συγκαλύψουν το γεγονός ότι το διαδίκτιο μεγάλωνε με πολύ πιο αργούς ρυθμούς απ’ότι ήταν κοινά αποδεκτό. Ο κακούργος σε αυτή την περίπτωση ήταν υποτίθεται η WorldCom που, για ιστορικούς λόγους, έλεγχε μεγάλο μέρος της ραχοκοκκαλιάς του διαδικτίου και συνεπώς είχε καλύτερη εποπτεία της κίνησης που πραγματικά κυκλοφορούσε στο δίκτυο.
Ο συνήθης ισχυρισμός που γινόταν την εποχή εκείνη ήταν πως η κυκλοφορία στο διαδίκτυο διπλασιαζόταν κάθε 100 μέρες [25]. Στο βιβλίο του “Broadbandits”, ο Om Malik συνδέει αυτόν τον ισχυρισμό, που αποκαλεί “αστικό μύθο”, με την WorldCom με διάφορους τρόπους12 [26] , αλλά αυτό που λεγόταν περιγράφεται καλά από ένα απόφθευγμα του μακαρίτη John Sidgemore: “Βλέπουμε αύξηση δίχως προηγούμενο. Η ραχοκοκαλλια του δικτύου διπλασιάζεται κάθε 3,7 μήνες, που σημαίνει ότι μεγαλώνει 10 φορές τον χρόνο. Έτσι αναμένουμε σε τρία χρόνια από τώρα το δίκτυο μας να είναι 1.000 φορές μεγαλύτερο απ’ότι είναι σήμερα . . . Η μεγάλη πρόκληση είναι να αναπτύξουμε τις υποδομές αρκετά γρήγορα ώστε να εξυπηρετηθεί αυτή η αύξηση. Στην τηλεπικοινωνιακή βιομηχανία βρισκόμαστε για πρώτη φορά σε μια οικονομία περιορισμένη από την προσφορά.”13 [27] Με τέτοιου είδους σχόλια από ένα από τα πιο αξιοσεβαστά στελέχη της βιομηχανίας, δεν εκπλήσσει καθόλου πως οι τραπεζίτες, οι χρηματοδότες και οι επενδυτές μετοχών έριξαν άνετα χρήματα στις τηλεπικοινωνίες.
Εάν τώρα το παράπονο είναι απλά πως τα στελέχη της WorldCom ηθελημένα παραπλανήσαν το κοινό για τον ρυθμό αύξησης του διαδικτύου, τότε αυτό μπορεί πράγματι να έχει κάποια βάση. Το “Broadbandits” αναφέρει ότι παρά τις συχνές ενθαρρυντικές ανακοινώσεις περί της αύξησης του διαδικτύου, τα πραγματικά στατιστικά κυκλοφορίας της WorldCom ήταν “επτασφράγιστο μυστικό”14 [28] και είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ανώτερη διοίκηση της WorldCom δεν αποτελούνταν και από τους πιο ειλικρινείς άνθρωπους, όπως απέδειξαν αργότερα οι λογιστικές απάτες.15 [29] Ωστόσο, εάν το παράπονο είναι ότι δεν υπήρχαν αντίθετες ενδείξεις από αξιοσεβαστές πηγές και ότι οι επενδυτές, οι αναλυτές κ.ο.κ. αναγκάστηκαν να βασιστούν στις ύποπτες ανακοινώσεις της WorldCom, τότε αυτό είναι απλά ανόητο. Υπήρχαν εναλλακτικές πηγές στατιστικών κυκλοφορίας από την AT&T και άλλους που παρήχαν ισχυρές ενδείξεις ότι το διαδίκτυο δεν μεγάλωνε τόσο γρήγορα όσο υποστήριζαν οι υπερβολικές ανακοινώσεις. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1998, ο Andrew Odlyzko [30], τότε επιστημονικός ερευνητής για τα AT&T Labs, δημοσίευσε ένα άρθρο χρησιμοποιώντας δεδομένα που έδειχναν ότι το Διαδίκτυο μεγάλωνε κάθε έτος με ρυθμό μεταξύ 70 και 150 τα εκατό.16 [31]
Ήταν επίσης δυνατό να εκτιμηθεί η μελλοντική αύξηση του διαδικτύου βάση της πιθανής συμπεριφοράς των καταναλωτών. Στα μέγιστα επίπεδα της αγοράς, ο σύμβουλος της βιομηχανίας Peter Sevcik [32] εξέτασε την ανάπτυξη του Internet βάση των εξείς τριών συνόλων δεδομένων: (1) αριθμός χρηστών — ένας αριθμός που είναι σχετικά εύκολος να ανακτηθεί, (2) χρόνος σύνδεσης, και (3) το προφίλ των χρηστών — η καινοτομία του Sevcik. Το αποτέλεσμα του ήταν ρυθμοί ανάπτυξης πολύ πιο μέτριοι από οτιδήποτε θα ομολογούσε εκείνο τον καιρό η βιομηχανία — είτε μιλάμε για την Worldcom είτε για οποιονδήποτε άλλο.17 [33] Η ίδια μου η εταιρία εξέδωσε δύο μελέτες την ίδια περίοδο που εξέταζαν την πιθανή μελλοντική ανάπτυξη της διαδικτυακής υποδομής βασιζόμενες στην τυπικό ρυθμό ανάληψης προϊόντων πληροφοριακής τεχνολογίας και καταναλωτικών ηλεκτρονικών. Το ενδιαφέρον ήταν ότι φάνηκε πως τα έξοδα σε διαδικτυακούς μεταγωγείς, δρομολογητές και εξοπλισμούς πρόσβασης από τους βορειοαμερικανικούς παρόχους υπερδιπλασιάστηκαν μεταξύ του 1998 και του 2003 και μετά έπεσαν πάλι μέχρι το τέλος της περιόδου πρόβλεψης, που ήταν το 2007.18 [34]
Με αυτά και αυτά, η επίσημη ιστορία όπως περιγράφηκε παραπάνω μοιάζει αδύναμη και γεμάτη άλματα. Το ότι μερικοί από τους υψηλότερους αξιωματούχους των τηλεπικοινωνιών ξέφυγαν από την κατάρρευση της βιομηχανίας με τις περιουσίες τους σχετικά ανέπαφες είναι κάτι που ευρέως αντιμετωπίζεται με βδελυγμό. Για αυτούς που τα τελευταία χρόνια έχασαν πολλά λεφτά — ή τις δουλειές τους — στις τηλεπικοινωνίες, η αγανάκτηση είναι κατανοητή. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα μεγάλα κεφάλια των τηλεπικοινωνιών ήταν υπεύθυνα για την κατάρρευση. Και ακόμα και αν ήταν — εάν θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι η τηλεπικοινωνιακή βιομηχανία προσεβλήθει την δεκαετία του 1990 από άντρες και γυναίκες χωρίς κανένα ηθικό κριτήριο που τελικά καταστρέψαν την βιομηχανία — αυτό θα μετέθετε αμέσως την ανάγκη για μια εξήγηση ένα βήμα πιο πίσω. Γιατί, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, σε αυτήν ακριβώς την χρονική στιγμή, και γιατί στην τηλεπικοινωνιακή βιομηχανία; Ως προς τα στοιχεία που δείχνουν ότι τα επιχειρηματικά σχέδια χτίζονταν πάνω σε φανταστικά αναπτυξιακά μοντέλα για το διαδίκτυο, αυτό ήταν αρκετά γνωστό εκείνη την εποχή. Απλά αγνοήθηκε. Ο Om Malik στο Broadbandits αναφέρει για την υποδοχή του άρθρου του Odlyzko πως “Κάθε φορά που ο Odlyzko έθετε ένα επιχείρημα, ήταν σαν να ούρλιαζε κόντρα σε έναν θυελλώδη άνεμο 100 μιλίων την ώρα.” Οι δικές μου εμπειρίες ως σύμβουλος ήταν παρόμοιες. Το να καταδύκνειες το επιχειρηματικό σχέδιο ενός πελάτη ως μη ρεαλιστικό συχνά είχε ως αποτέλεσμα αποσβολωμένα μάτια και αντιρρήσεις ότι είναι αδύνατον να ίσχυε κάτι τέτοιο, αφού κάποιος άλλος αναλυτής της βιομηχανίας είχε προβλέψει ότι μέσα σε ένα ή δύο χρόνια η αγορά θα άξιζε δισεκατομμύρια δολλάρια. Γενικά η αντιμετώπιση των προβλέψεων της εταιρίας μου για το διαδίκτυο ήταν ως υπερβολικά απαισιόδοξες. Δεν ήταν όμως καθόλου έτσι — αφού αυτές οι προβλέψεις το 1998 ούτε μπόρεσαν να σκιαγραφήσουν την διάλυση που έμελε να έρθει στις τηλεπικοινωνίες. Οπότε στην ουσία ήμασταν ανοιχτόμυαλα αισιόδοξοι.
Οι Ομοσπονδιακοί το έκαναν!
Είναι πιθανό πως ολόκληρη η βιομηχανία βρισκόταν σε μια κατάσταση άρνησης και μαζικής υστερίας. Αλλά μπορεί να υπάρχει και μια λιγότερο ψυχολογική εξήγηση. Όπως έχουμε δει, υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις πως οι άνθρωποι που βρίσκονταν επικεφαλείς των τηλεπικοινωνιών είχαν από μόνοι τους την δύναμη να δημιουργήσουν την τηλεπικοινωνιακή φούσκα ή το σπάσιμο της. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ελεγκτές και οι πολιτικοί την έχουν αυτή την δύναμη. Μεγάλο μέρος της ενισχυτικής προπαγάνδας που εξέπεμπε ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να κατηγορηθεί ως υπερενθουσιώδες (ή ακόμα και ανήθικο) marketing. Όμως το αντίστοιχο μήνυμα από τον δημόσιο τομέα ήταν συχνά πολύ πιο μεγαλειώδες, όπως δείχνουν τα προαναφερθέντα σχόλια του Gore και του Hundt.
Τα χαρμόσυνα μηνύματα για τις τηλεπικοινωνίες από αξιωματούχους του δημόσιου τομέα — διατυπωμένες συνήθως με όρους κοινωνικής επανάστασης — πρέπει να συνεισφέραν το ίδιο όσο οτιδήποτε άλλο στο να πειστεί το κοινό ότι μία νέα εποχή ανέτειλε και ότι εκεί, στις τηλεπικοινωνίες, έπρεπε να έχουν τις καρδιές, τα μυαλά και τα λεφτά τους. Αυτό φαίνεται ακόμα πιο πιθανό, δεδομένου ότι ο δημόσιος τομέας ξεκίνησε την προπαγάνδιστική εκστρατεία του για τις τηλεπικοινωνίες πολύ νωρίτερα απ’ότι η ίδια η τηλεπικοινωνιακή βιομηχανία. Παραδείγματος χάρη, ο Al Gore, ως γερουσιαστής, έκανε εκστρατεία για κρατικά επιχορηγούμενες τηλεπικοινωνιακές υποδομές και εισήγαγε νομοθεσία που επέκτεινε και στα νηπιαγωγεία την χρήση των ερευνητικών δικτύων που είχε χρηματοδοτήσει ο φορολογούμενος.19 [35] Τελικά, οι πολιτικοί και οι ελεγκτές έθεσαν τους στόχους πολύ υψηλά και ήταν αυτοί, όχι οι διοικήσεις του ιδιωτικού τομέα, που είχαν την δύναμη να αναδιαρθρώσουν την τηλεπικοινωνιακή βιομηχανία με μαζικό τρόπο.
Γίνεται συχνά η υπόθεση πως ο νόμος περί τηλεπικοινωνιών του 1996 άνοιξε τους κρούνους μιας ορμητικής πηγής νέων πρωτοεμφανιζόμενων τηλεπικοινωνιακών εταιριών που πλημμύρισαν την βιομηχανία με αγαθά και υπηρεσίες, ώστε τελικά η φούσκα έσπασε. Όπως αναφέρει το άρθρο [16] στο περιοδικό Spectrum του IEEE στο οποίο προαναφερθήκαμε, “Υπερβολικά λίγες εταιρίες κυνήγησαν υπερβολικά λίγους πελάτες και – ακόμα χειρότερα – πολλοί χρησιμοποιούσαν παρόμοιες τεχνολογίες.”20 [36] Ενδιαφέρον είναι πως αυτός ο αρθρογράφος πιστεύει ότι είναι διαισθητικά προφανές πως μία τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να είναι μόνο το αποτέλεσμα “απληστίας”. Προχωρεί και ισχυρίζεται πως ένας άλλος παράγοντας στην πτώση των τηλεπικοινωνιών ήταν η “άκριτη ρύθμιση,” που την ορίζει ως “πολιτικές που προστατεύαν τις εδραιωμένες τηλεφωνικές εταιρίες αλλά που ήταν μεταμφιεσμένες ως μεταρρυθμίσεις υπέρ της ανταγωνιστικότητας, όπως ο νόμος περί τηλεπικοινωνιών του 1996 στις ΗΠΑ.”
Οι συζητήσεις μου στην βιομηχανία υποδεικνύουν έντονα πως αυτές οι απόψεις έχουν ευρεία αποδοχή. Αλλά ξανά είναι μόνο μισές αλήθειες. Ναι, τα προβλήματα προκλήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από “άκριτες ρυθμίσεις” και “υπερβολικά πολλές εταιρίες να κυνηγάνε υπερβολικά λίγους πελάτες.” Όμως οι άκριτες ρυθμίσεις σαφώς και δεν ευνόησαν τις εδραιωμένες τηλεφωνικές εταιρίες — στην πραγματικότητα ακριβώς το αντίθετο συνέβει. Και ήταν αυτές οι άκριτες ρυθμίσεις μόνες τους — όχι η απληστεία — που οδήγησαν σε αυτόν τον κορεσμό τηλεπικοινωνιακών προϊόντων, υπηρεσιών και χωρητικότητας. Ο πραγματικός κακούργος της τηλεπικοινωνιακής φούσκας στις ΗΠΑ ήταν ο νόμος περί τηλεπικοινωνιών του 1996 — όπως τον ερμήνευσε η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών του Reed Hundt.
Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα των Τηλεπικοινωνιών Ρυθμίσεων
Ίσως ήταν απλά ένα λάθος, αλλά η αναφορά περί άκριτων ελεγκτικών ρυθμίσεων από το άρθρο του Spectrum — αντί περί άκριτων απορρυθμίσεων — πετυχαίνει ακριβώς την ουσία του προβλήματος. Αν και η λέξη απορρύθμιση επαναλαμβανόταν σαν θρησκευτική επωδός από όλους στην κυβέρνηση και την βιομηχανία όταν περιγράφαν τον νόμο περί τηλεπικοινωνιών του 1996, ο νόμος ήταν απορρυθμιστικός μόνο με την έννοια του ότι καταργούσε πολλές από τις παλιές ελεγκτικές δομές που είχαν εξελιχθεί βάση του τελευταίου περιεκτικόυ νομοθετήματος για τις τηλεπικοινωνίες, που ήταν το 1934. Υπήρχε σαφής συναίνεση μεταξύ και των ελεγκτών και των νομοθετών πως στις ΗΠΑ το ελεγκτικό περιβάλλον για τις τηλεπικοινωνίες ήταν παρωχημένο. Δυστυχώς, αν το δει κανείς από μια ιστορική απόσταση, η συναίνεση επίσης περιείχε και μια αποφασιστικότητα ότι οι τηλεπικοινωνίες θα πρέπει να διοικούνται όχι χωρίς κανόνες, αλλά από νέους κανόνες. Αν και η απορρύθμιση των διαπολιτειακων φορτηγών μεταφορών [37] είχε στον πυρήνα της την κατάργηση της ρυθμιστικής αρχής που διοικούσε τις μεταφορές με φορτηγά, ποτέ δεν εξετάστηκε σοβαρά το ενδεχόμενο κατάργησης της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών.21 [38] Ο νόμος του 1996 ανακατασκεύαζε και δεν καταργούσε τους ελέγχους. Μερικοί από εμάς το σημειώσαμε εκείνο τον καιρό, αν και ακόμα ελπίζαμε για το καλύτερο. Σε ένα άρθρο στο περιοδικό Regulation, που εκδόθηκε αμέσως μετά την υπογραφή του νόμου του 1996 από τον Πρόεδρο Clinton, σημείωσα πως ο νόμος παρουσιαζόταν
ως ριζική απορρύθμιση βάση της οποίας η χώρα θα μπορούσε να προχωρήσει σε έναν θαυμαστό νέο κόσμο τηλειατρικής, μάθησης εξ’αποστάσεως και ταινιών κατ’απαίτηση. Σύμφωνα με τις υπερβολές, αυτά τα θαύματα θα τα δημιουργήσουν οι ανταγωνιστικές δυνάμεις που θα ελευθερωθούν μέσω του νέου νόμου. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι ο νόμος περί τηλεπικοινωνιών του 1996 είναι ένα δειλό νομοθέτημα που ελάχιστα αναγνωρίζει τον ανταγωνισμό που αναδύεται ως αποτέλεσμα των νέων τηλεπικοινωνιακών τεχνολογιών. Και αντί να ελλατώσει τον ρόλο της κυβέρνησης στην καθοδήγηση της τηλεπικοινωνιακής βιομηχανίας, ο νόμος τον έχει μεγαλώσει . . . Φυσικά ο νόμος του 1996 δεν είναι πραγματικά ένα κομμάτι απορρυθμιστικής νομοθεσίας ούτε στο ελάχιστο. Από τις περισσότερες απόψεις προσθέτει πάνω από 80 νέα στοιχεία στην λίστα αρμοδιοτήτων του FCC.22 [39]
Ένα συμπέρασμα που θα μπορούσα να είχα βγάλει από αυτή την ανάλυση είναι ότι η περισσότερη ρύθμιση πιθανώς θα έβλαπτε αντί να προήγαγε τις προοπτικές των τηλεπικοινωνιών — εξάλλου, η περισσότερη ρύθμιση γενικά τείνει να είναι κακή για τις επιχειρήσεις. Βλέπωντας προς τα πίσω, θα ευχόμουν να είχα γίνει πιο ξεκάθαρος σε αυτό το σημείο. Σημείωσα ωστόσο πως ο νόμος έδινε πολλές επιλογές στο FCC και πως ρητά διέταζε την επιτροπή
να αποφεύγει να εφαρμόζει ρυθμίσεις ή διατάξεις του νόμου . . . εάν η επιτροπή καθορίσει πως η εφαρμογή τέτοιων ρυθμίσεων ή διατάξεων δεν είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί πως οι ευθύνες, οι πρακτικές, οι κατηγοριοποιήσεις ή και οι ρυθμίσεις είναι δίκαιες και λογικές [ή] δεν είναι αναγκαία για την προστασία των καταναλωτών.23 [40]
Μεσω αυτής της απαίσια ασαφούς διατύπωσης, πίστευα πως ίσως λυτρώνωνταν οι τηλεπικοινιακοί έλεγχοι. Την δεκαετία του 1980, υπό του Προέδρου Mark Fowler [41], το FCC ήταν εξαιρετικά συγκρατημένο στην άσκηση της δύναμης του. Αυτό βοήθησε στο να γίνει η δεκατία του 1980 μια δεκαετία ανάπτυξης για την αγορά ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιών. Οι ρεπουμπλικάνοι επικεφαλείς του FCC που τον διαδεχτήκαν είχαν παρόμοια, αν και όχι το ίδιο αισθητή, αντιμετώπιση, και έλπιζα ότι ο επικεφαλής του FCC που επέλεξε η κυβέρνηση Clinton, ο Reed Hundt, θα ακολουθούσε την ίδια στρατηγική.
Μέχρι το 1996 ήταν πια εμφανές ότι το FCC του Hundt έπαιζε γρήγορα και ελεύθερα με την Πρώτη και Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος όσον αφορά τις καθολικές τηλεφωνικές υπηρεσίες και την παιδική τηλεόραση. Ο όρος “Καθολικές Τηλεφωνικές Υπηρεσίες [42]” αρχικά αναφέρονταν στην υπόσχεση του συστήματος Bell [43] περί παροχής πανεθνικών τηλεφωνικών υπηρεσιών σε αντάλλαγμα του κυβερνητικού προνομίου της. Στον νόμο του 1996 ο όρος έγινε το σύνθημα για ένα μεγάλο εύρος αναδιανεμητικών πολιτικών που έφερναν επιδοτούμενες υπηρεσίες όλων των ειδών σε σχολεία, επαρχιώτες, τους ηλικιωμένους, τους αρρώστους, ακόμα και στους αστέγους. Αυτοί ήταν στόχοι που ένθερμα ενέκρινε το FCC του Hundt.24 [44] Στην περίπτωση της παιδικής τηλεόρασης, το θέμα ήταν να γραφτούν νέοι κανόνες εκπομπής για το “δημόσιο συμφέρον” — ένα αγαπητό θέμα του προέδρου Hundt. Και στις δύο περιπτώσεις έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι, σε ότι αφορούσε τον Hundt και τους υποστηρικτές του, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και η ελευθερία του λόγου ήταν σαφώς χαμηλότερου ενδιαφέροντος από τους κοινωνικούς στόχους. Παρ’όλα αυτά, το FCC της πρώιμης περιόδου Clinton ταυτόχρονα έδειξε και τάσεις εγκράτειας στα διοικητικά θέματα. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος Hundt αμφέβαλλε επισήμως για την σοφία επιβολής προτύπων προηγμένης τηλεόρασης από την κυβέρνηση. Επίσης, η υπόσχεση των “Νέων Δημοκρατικών [45]” ότι θα έκαναν το κράτος πιο αποδοτικό υποννοούσε ότι θα στραφούν προς την κατεύθυνση της ελεγκτικής εγκράτειας. Εξάλλου, όπως έχω σημειώσει αλλού, “Το να απέχεις από το να εφαρμόζεις κανόνες δεν κοστίζει τίποτα”.25 [46]
Στήνοντας τα Ζάρια
Όπως αποδείχτηκε, ήμουν αφελής. Είναι πράγματι λίγο ειρωνικό ότι ένας ελεγκτικός μηχανισμός που δημιουργήθηκε τόσο σύντομα μετά από την επανάσταση του Reagan κατέληξε να είναι από μερικές απόψεις πιο κεντρικοποιημένος από τον νόμο του 1934 [47], ενός νόμου δηλαδή που είχε δημιουργηθεί σε μια περίοδο όπου τα καλύτερα μυαλά είχαν στην καλύτερη περίπτωση τάσεις σοσιαλιστικές.26 [48] Αν και ο νόμος του 1996 αφαίρεσε μερικά από τα ελεγκτικά παράδοξα που είχαν γλυστρίσει στους τηλεπικοινωνιακούς νόμους από την δεκαετία του 30, έδινε επίσης στην ουσία εντολή στο FCC να ορίσει τους κανόνες και να επιβλέψει την δημιουργία της νέας υποδομής του Internet.
Αυτό ίσως δεν θα ήταν τόσο άσχημο εάν το FCC του Hundt δεν ήταν τόσο αποφασισμένο να εκτελέσει αυτή την αποστολή με τέτοιο ζήλο. Επιπλέον, όποιες και αν ήταν οι γνήσιες προθέσεις των ελεγκτών περί ελλάτωσης της γραφειοκρατίας και του ελεγκτικού βάρους, φαίνεται να απέτυχαν και σε αυτό. Μία πρόσφατη μελέτη από τον Greg Sidak [49] του American Enterprise Institute [50] δείχνει ότι ο αριθμός των δικηγόρων με ειδίκευση στις τηλεπικοινωνίες, όπως μετριέται από τον αριθμό μελών του Ομοσπονδιακού Τηλεπικοινωνιακού Δικηγορικού Συλλόγου, μεγάλωσε κατά 73 τα εκατό στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Σε αυτή την περίοδο, υπήρχε επίσης και μια άνοδος του 37 τα εκατό στα έξοδα του FCC και ένας τριπλασιασμός του αριθμού σελίδων των ελεγκτικών ρυθμίσεων στο Καταχωρητήριο του FCC στην περίδο μετά τον νόμο περί τηλεπικοινωνιών.27 [51]
Ακόμα χειρότερα, ο ίδιος κίβδηλος μεσσιανισμός που οδήγησε το FCC του Hundt να επιβάλει στις ΗΠΑ το πατερναλιστικό οραμά του περί παιδικής τηλεόρασης και καθολικής πρόσβασης επίσης το οδήγησε να πασάρει και ένα στρεβλωτικό για τις αγορές όραμα περί ανταγωνισμού στην τηλεπικοινωνιακή βιομηχανία. Ήταν αυτό πάνω από όλα που έθεσε τις προϋποθέσεις για την εφήμερη απότομη άνοδο και την απόκρυμνη πτώση της τηλεπικοινωνιακής βιομηχανίας. Ειδικότερα, η κυβέρνηση Clinton, το FCC της και πάνω από όλους ο ίδιος ο πρόεδρος Hundt είχαν ένα όραμα περί ανταγωνισμού που φαινόταν να τονίζει την ποσότητα πάνω από την ποιότητα. Έτσι στο βιβλίο του, ο Hundt αυτοσυγχαίρεται για την επιτυχία του στην ερμηνεία και διαχείρηση του νόμου του 1996: “Μέσα σε τρία χρόνια [ προσπαθειών από το FCC για την προώθηση του ‘ανταγωνισμού’] υπήρχαν 6,000 πάροχοι υπηρεσιών Internet, 250 νέες ανταγωνιστριες τοπικές τηλεφωνικές εταιρίες, 6 νέες εταιρίες μακρινών αποστάσεων, [και] δεκάδες νέοι παραγωγοί εξοπλισμού.”28 [52]
Αλλά σε τόσα ζητήματα — δημόσια και ιδιωτικά — το να υπερτονίζεις την ποσότητα πάνω από την ποιότητα δεν είναι πάντα σκόπιμο και μπορεί να αποτελεί δείγμα αφέλειας. Όπως σημείωσα σε ένα άλλο άρθρο στο περιορικό Regulation το 1997: “Το FCC υποθέτει ότι περισσότεροι ανταγωνιστές σημαίνει περισσότερος ανταγωνισμός και ότι οποιοσδήποτε ανταγωνιστής είναι το ίδιο κατάλληλος με οποιονδήποτε άλλο. Όμως αυτή η εξισωτική υπόθεση αγνοεί το γεγονός ότι ένα μίγμα μεγάλων και μικρών προμηθευτών μπορεί να είναι η καλύτερη διαρύθμιση για την παροχή υπηρεσιών . . . Το FCC έχει ξανά αναλάβει τον ρόλο του κεντρικού σχεδιαστή, κάτι που σχεδόν εγγυάται ένα αναποδοτικό αποτέλεσμα. Ο καταναλωτής είναι ο τελικός χαμένος.”.29 [53] Αυτό αποδείχτηκε σωστό, αν όχι ότι υποτιμούσε την κατάσταση. Ήταν η φιλοσοφία περισσότερο=καλύτερο του FCC του Hundt που μπορεί να έχει συνεισφέρει περισσότερο από οτιδήποτε στην δημιουργία της σπασμένης τηλεπικοινωνιακής φούσκας των ΗΠΑ.
Ορίστε πως έγινε. Οι συζητήσεις περί τηλεπικοινωνιακού ελέγχου κατά την περίοδο πριν και πρόσφατα μετά την υπογραφή του νόμου του 1996 ήταν διαποτισμένες από την υπόθεση ότι τα τεμαχισμένα τμήματα της AT&T ήταν ακόμα υπερβολικά δυνατά, είτε ως αποτέλεσμα της ιστορίας τους ως μέρη του μονοπώλιου του συστήματος Bell είτε επειδή ήταν κατά κάποιο τρόπο φυσικά μονοπώλια. Σε ένα επίπεδο, ήταν δύσκολο να αντεπιχειρηματολογήσεις με αυτόν τον ισχυρισμό. Οι θυγατρικές της Bell [54] ελέγχαν το μεγαλύτερο μέρος των φυσικών εγκαταστάσεων που παρείχαν τοπικά τηλεφωνήματα και πρόσβαση σε δίκτυα μακρινών αποστάσεων. Επιπλέον, είχαν ένα καλό brand, ένα σύνολο τεχνικής κατάρτισης, πολιτικών ικανοτήτων και συνδέσμων που καμμία νέα επιχείρηση δε θα μπορούσε να φτάσει.30 [55]
Ως αποτέλεσμα, υπήρχε συναίνεση ότι κάτι έπρεπε να γίνει για να δοθεί στους νέους παρόχους ένα προβάδισμα. Ακόμα και κάποιοι βαμμένοι φιλελεύθεροι σκέφτηκαν πως, πρακτικά μιλώντας, ήταν απαραίτητο. Κατευνάσαμε τις συνειδήσεις μας λέγοντας στους εαυτούς μας ότι μια κάποια ελάχιστη κυβερνητική καταστολή ήταν απαραίτητη για να επανορθωθούν οι κυβερνητικές αδικίες του παρελθόντος που είχαν εξαρχής καταστήσει την AT&T μονοπώλιο31 [56] , και που με την σειρά τους δημιούργησαν ένα ανυπόφορο ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Το συγκεκριμένο θέμα που απασχολούσε περισσότερο ήταν ο βαθμός στον οποίο οι θυγατρικές Bell [54] θα έπρεπε να υποχρεωθούν να δώσουν πρόσβαση στα δίκτυα τους στις νέες ανερχόμενες ανταγωνίστριες εταιρίες. Ήταν κατανοητό ότι εάν οι εταιρίες Bell απλά αρνούνταν να επιτρέψουν στους νεοφερμένους να μεταδίδουν την κίνηση τους πάνω από τα εδραιωμένα δίκτυα Bell, οι τοπικοί πάροχοι που ξεκινούσαν θα έπρεπε να υποφέρουν ένα τεράστιο αρχικό κόστος για να χτίσουν εξολοκλήρου νέα δίκτυα από το μηδέν προτού θα μπορούσαν να αποκτήσουν πελάτες. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό θα σήμαινε σημαντικές καθυστερήσεις στην έλευση σοβαρού ανταγωνισμού στην τοπική τηλεφωνία. Στην χειρότερη περίπτωση, οι επενδυτές θα βρίσκαν σύντομα καλύτερους τρόπους να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα τους από το να στοιχηματίσουν σε νέες οντότητες με εντελώς ασαφές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα επί των εταιριών Bell.32 [57] Στο χειρότερο αυτό ενδεχόμενο, δεν θα εμφανίζονταν καθόλου ανταγωνισμός.
Σαν υποσημείωση, πρέπει να πούμε ότι η σχεδόν οικουμενική υπόθεση — ότι, αφημένες μόνες τους, οι εταιρίες Bell θα αρνούνταν να συνεργαστούν με ανταγωνιστές σε περιπτώσεις αμοιβαίου συμφέροντος — είναι εσφαλμένη. Οι εταιρίες μακρινών αποστάσεων συχνά νοικιάζουν ή ανταλλάσουν τις εγκαταστάσεις τους όπου αυτό έχει νόημα και για τους δύο συμβαλλόμενους. Το ίδιο κάνουν και οι Τοπικές Εταιρίες Λειτουργείας Bell [54] και οι πολλές ανεξάρτητες (ως επι των πλείστων επαρχιακές) τηλεφωνικές εταιρίες που ήταν πάντα έξω από το σύστημα της Bell. Αυτού του είδους η συμπεριφορά συνέβαινε πάντα, ακόμα και στα μελανά χρόνια της κυριαρχίας της AT&T. Επιπλέον, πριν από την διάλυση της, η AT&T πωλούσε τις υπηρεσίες της μέσω πρακτόρων, όπου η τοπική παρουσία αυτών των πρακτόρων σε μικρές κοινότητες ή σε μια βιομηχανία έκανε αυτή την στρατηγική εμπορικά βιώσιμη και για τις δύο μεριές. Πράγματι, αν και υπό την ηγεσία του Theodore Vail [58] στα πρώτα χρόνια του συστήματος Bell η AT&T οδήγησε επίτηδες σε κλείσιμο πολλές μικρές τηλεφωνικές εταιρίες με το να αρνηθεί να τους συνδέσει στο δίκτυο της AT&T, αυτό τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν μάλλον μια κοντοπρόθεσμη λύση. Τελικά, ο Vail έπρεπε να απευθυνθεί στην κυβέρνηση για να προστατέψει την κυριαρχία του συστήματος Bell.33 [59]
Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, η προθυμία των εδραιωμένων τοπικών τηλεπικοινωνιακών εταιριών στο να ανταλλάσουν ή να νοικιάζουν τις εγκαταστάσεις τους ή στο να χρησιμοποιούν εξωτερικούς πράκτορες σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι το ίδιο πράγμα με την προθυμία στο να ανοίξουν τα δίκτυα τους σε ανταγωνιστές που έχουν σαν πρωταρχικό στόχο της ύπαρξης τους να πάρουν όσο περισσότερο μπορούν από την δουλειά της Bell. Με αυτά δεδομένα, φαίνεται ευνόητο ότι οι Bells θα έπρεπε να ανοίξουν τα δίκτυα τους στους ανταγωνιστές, αν και η παράγραφος περί απαλλωτριώσεων [60] της πέμπτης τροποποίησης του συντάγματος [61] κάνει τέτοιες πράξεις ύποπτες, ακόμα και όταν κανείς λάβει υπόψη τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα Bell απέκτησε την δύναμη του.34 [62] Έτσι το 1994 το τοπικό δικαστήριο της Washington DC κατέρριψε τους κανόνες συνεγκατάστασεις του FCC που έδιναν στους ανταγωνιστές πρόσβαση στα κεντρικά γραφεία των Bell και μίλησε ανυποχώρητα στην απόφαση του, σημειώνοντας ότι οι κανόνες παραβιάζαν την Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος αφού μία “μόνιμη φυσική κατάληψη που εξουσιοδοτεί το κράτος είναι μία απαλλωτρίωση άσχετα με το δημόσιο συμφέρον που μπορεί αυτή να εξυπηρετεί.” 31.35 [63]
Είναι δύσκολο για έναν φιλελεύθερα προσανατολισμένο αναλυτή να μην είναι φιλικά διακείμενος προς αυτού του είδους το σκεπτικό. Αλλά καμμιά φορά τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα μπορεί να είναι περίπλοκη υπόθεση και, για λόγους πρακτικούς, ελάχιστοι άνθρωποι έχουν πραγματικά αμφιβισβητήσει την ιδέα ότι ένα είδος υποχρεωτικής κοινοχρησίας είναι προαπαιτούμενο για την ανάδυση ανταγωνισμού σε ευρεία βάση στην τοπική τηλεφωνική αγορά. Ωστόσο, είναι επίσης αληθές ότι εξίσου λίγοι άνθρωποι θα αμφισβητούσαν ότι τέτοιος ανταγωνισμός θα πρέπει τελικά να βασιστεί σε εγκαταστάσεις που ανήκουν στους ανταγωνιστές της Bell και όχι σε διαμοιραζόμενες εγκαταστάσεις. Μπορούμε να φανταστούμε μινιμαλιστικές αποφάσεις του FCC που θα έδιναν στους ανταγωνιστές πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της Bell σαν μία κοντοπρόθεσμη ευκαιρία, με ρητούς όρους λήξης.36 [64] Αυτό (1) θα βοηθούσε τους ανταγωνιστές της Bell να ξεπεράσουν κάποια εμπόδια στην είσοδο τους στην αγορά που πιθανώς δεν θα είχαν εξαρχής ανακύψει σε μια πραγματικά ελεύθερη αγορά, (2) θα υποχρέωνε αυτούς τους ανταγωνιστές να συμπεριλάβουν εξ’αρχής την κατασκευή των δικών τους εγκαταστάσεων στους οικονομικούς τους υπολογισμούς και (3) πιθανά να ξεπεράσουν μία από τις αντιρρήσεις — έμμεσα παρούσα στην απόφαση του τοπικού δικαστηρίου της DC που προαναφέρθηκε — ότι η υποχρεωτική πρόσβαση δεν θα ήταν μόνιμη.
Αυτή η μινιμαλιστική αντιμετώπιση όμως είναι ασύμβατη με τις απόψεις του Hundt και των Νέων Δημοκρατικών ότι ο ανταγωνισμός πρέπει να ορίζεται κυρίως βάση της ποσότητας των ανταγωνιστών. Εάν σε ενδιαφέρει περισσότερο η ποσότητα τότε αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να ορίσεις την υποχρεωτική πρόσβαση με τέτοιο τρόπο ώστε να έχεις όσους περισσότερους μπορείς να ορμήσουν στην αγορά και να μην τους έχεις να ανησυχούν για το μελλοντικό κόστος κατασκευής ενός δικτύου. Αυτή η αντιμετώπιση είναι ακόμα πιο ελκυστική εάν κανείς είναι, όπως ο Hundt, ένας βιαστικός άνθρωπος, που θέλει να δέιξει ότι μπορεί να μεταρρυθμίσει τις τηλεπικοινωνίες και μετά να μεταφερθεί σε μια πιο δυνατή και προσοδοφόρα θέση.
Και όλα αυτά ήταν πολύ εύκολα να επιτευχθούν. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ο Hundt ήταν να εφεύρει τους επιθετικούς ρυθμιστικούς κανόνες που θα εγγυώνταν φθηνή πρόσβαση σε σχεδόν κάθε μέρος των δικτύων των Bell. Και ας πάνε στο διάολο οι συνέπειες. Ο Adam Thierer του Cato σημειώνει πως το “όραμα διαχειρισμένου ανταγωνισμού για τον τηλεπικοινωνιακό τομέα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί κάτω από την πολιτική φιλοσοφία του ‘κάψε το χωριό έτσι ώστε να το σώσεις'”37 [65] Ο Thierer συνεχίζει σημειώνοντας: “Σε αρκετά κεφάλαια του βιβλίου του, ο Hundt κομπάζει για τις προσπάθειες της επιτροπής να φέρει επίτηδες σε μειονεκτική θέση την Bell και να δώσει πλεονεκτήματα στους ανταγωνιστές. Οποιεσδήποτε ανησυχίες περί μελλοντικών καινοτομιών και επενδύσεων έλαβαν δεύτερη θέση κόντρα στον κοντοπρόθεσμο στόχο του να αυξηθεί γρήγορα ο αριθμός των νεοεισαχθέντων στην αγορά.”38 [66]
Η Μεγάλη Περιπέτεια Αδεσμοποίησης του Reed
Ο συγκεκριμένος μηχανισμός για την υλοποίηση των πολιτικών του Hundt ήταν κάτι που ονομαζόταν, αρκετά ανώδυνα, “αδεσμοποίηση [67]”39 [68]. Αυτό σήμαινε ότι ορισμένα μέρη του δικτύου ορίζονταν από την FCC ως τα μέρη που έπρεπε να γίνουν διαθέσιμα στους ανταγωνιστές σε τιμές χονδρικής. Αυτή η μεθοδολογία δεν ήταν η επιλογή του FCC· αποτελούσε εντολή του νόμου του 1996, και ήταν δύσκολο να δει κανείς πως ακόμα και το πιο μινιμαλιστικό σχήμα υποχρεωτικής πρόσβασης θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς κάτι σαν την αδεσμοποίηση. Ωστόσο, όπως και με άλλες απαιτήσεις του νόμου του 1996, πολλά πράγματα ήταν ανοικτά προς ερμηνεία από τις δυνάμεις που διοικούσαν το FCC. Συγκεκριμένα, ο νόμος του 1996 δεν έλεγε τίποτα περί του πως το FCC θα όριζε τις τιμές για τα αδεσμοποιημένα στοιχεία — απλά απαιτούσε ότι θα βασίζονταν στο “κόστος,” που άφηνε αρκετό χώρο ελιγμών για τον Hundt και τους συνεργάτες του.
Έχοντας κατά νου τις ελεγκτικά εγκρατείς παραδόσεις των προκατόχων του, το FCC του Hundt μπορούσε να είναι αρκετά συντηρητικό στην ερμηνεία της αδεσμοποίησης. Μπορούσε ακόμα και να είχε βρει και αιτιολόγηση στον ίδιο τον νόμο του 1996 για μια συντηρητική προσέγγιση, αφού ο νόμος απαιτούσε από το FCC να λάβει υπόψη εάν ο ανταγωνισμός θα “δυσχαιρενόταν” πρωτού ορίσει ένα “αδεσμοποιημένο δικτυακό στοιχείο”. Αλλά όπως ο υποδυκνείουν ο τίτλος του βιβλίου του και ο κάπως μανιακός τόνος του, ο Hundt έβλεπε τον εαυτό του ως επαναστάτη, και η “συγκράτηση” απλά δεν βρίσκονταν στο λεξιλόγιο του.
Αναγνωρίζοντας ότι η αδεσμοποίηση ήταν το κλειδί για να φέρει νέες επιχειρήσεις στην αγορά με γρήγορο ρυθμό, που ήταν, όπως έχουμε δει, ο ορισμός που έδινε ο Hundt στον ανταγωνισμό, το FCC του Hundt είχε έτοιμες τις λεπτομέρειες της αδεσμοποίησης μέσα σε τέσσερις μήνες από την κύρωση του νόμου του 1996. Με τα λόγια του μελετητή των τηλεπικοινωνιών και δικηγόρου Peter Huber [69],
τα αδεσμοποιήσαν όλα. Το ηλεκτρολογικό κουτί των 25 δολλαρίων στον εξωτερικό τοίχο των περισσοτέρων σπιτιών, όπου οι γραμμές της τηλεφωνικής εταιρίας συνδέονται στην εσωτερική τηλεφωνική καλωδίωση. Τον βρόγχο που πηγαίνει μέχρι το αστικό κέντρο. Τον μεταγωγικό εξοπλισμό και το λογισμικό που βρίσκονταν σε αυτό το κέντρο. Τις γραμμές οπτικών ινών μεγάλης χωρητικότητας που συνδέαν τα αστικά κέντρα στο δίκτυο μεγάλων αποστάσεων, μαζί με τις υπηρεσίες υποβοήθησης και καταλόγου. Και πολλά, πολλά άλλα.40 [70]
Επιπλέον, “οι νέοι κανόνες απαιτούσαν επίσης από τις εδραιωμένες εταιρίες να προσφέρουν όλα τα αδεσμοποίητα στοιχεία ως ένα ενιαίο ξαναδεσμοποιημένο πακέτο — στην νέα χονδρική τιμή.”41 [71]
Αυτό σήμαινε ότι αντί να δώσουν στους νεοφερμένους μια μικρή βοήθεια για να εισέρθουν σε μια αγορά από την οποία το κράτος τους είχε αποκλήσει στο παρελθόν, το FCC επανόρθωνε για τις κρατικές αμαρτίες του παρελθόντως με το να δώσει στους νεοφερμένους το δικαίωμα να λεηλατήσουν τα δίκτυα Bell. Η βιασύνη του Hundt αγνόησε εντελώς το μόνο πράγμα για το οποίο όλοι έμοιαζαν να συμφωνούν — ότι ο τελικός στόχος της ανταγωνιστικής πολιτικής στις τοπικές τηλεπικοινωνίες ήταν να χτίσουν οι νέοι τα δικά τους δίκτυα. Αλλά όπως σημειώνει ο Huber, υπό τους κανόνες του Hundt: “Οι νεοεισαχθένες . . . δεν χρειάζονταν να χτίσουν μόνοι τους ούτε ένα νέο στοιχείο ή ένα νέο εκατοστό δικτύου αν δεν τους ένοιαζε. Θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν, έναν πελάτη την φορά, απλώς με το να βάλουν μία νέα ετικέτα στις εγκαταστάσεις που είχαν επιτάξει από την παλιά τηλεφωνική εταιρία.”42 [72]
Πιθανώς ακόμα πιο καταστροφικός ήταν ο τρόπος με τον οποίο ετέθησαν οι “τιμές χονδρικής” για τα αδεσμοποίητα στοιχεία. Εξάλλου, εάν το μόνο που είχε κάνει το FCC ήταν να δώσει στους ανταγωνιστές πρόσβαση στα αδεσμοποίητα στοιχεία αλλά είχε θέσει τις τιμές πολύ ψηλά, τίποτα σημαντικό δεν θα είχε συμβεί. Όπως έχουμε πει, ο νόμος του 1996 όριζε μονάχα ότι το FCC θα βάσιζε τις τιμές χονδρικής στο “κόστος”. Μία λογική προσέγγιση ίσως θα ήταν να θεωρηθεί ως “κόστος” αυτό που είχαν πληρώσει οι εταιρίες Bell. Αυτό επίσης θα είχε ατονήσει και το επιχείρημα περί απαλλοτρίωσης, αφού θα μπορούσε λογικά να θεωρηθεί ότι οι εταιρίες Bell θα είχαν αποζημιωθεί δίκαια. Αντίθετα, όπως ήταν φουτουριστές , ο Hundt και οι υποστηρικτές του στο FCC προώθησαν έναν ορισμό του κόστους βάση αυτού που θεωρητικά θα κόστιζε σε έναν ανταγωνιστή να κτίσει εγκαταστάσεις με βάση την τρέχουσα τεχνολογία, ξεκινώντας από το μηδέν. Αυτός ο ορισμός και η διαδικασίες που τον περιβάλλαν αναφέρεται γενικά ως TELRIC [73], που σημαίνει Συνολικό Μακροπρόθεσμο Αυξητικό Κόστος Στοιχείου (Total Element Long-Run Incremental Cost). Λόγω των ταχύτατα πτωτικών λόγων τιμής/απόδοσης για οποιονδήποτε εξοπλισμό που βασίζεται στην μικροηλεκτρονική, αυτό είχε ως αποτέλεσμα τιμές χονδρικής που ήταν πολύ χαμηλότερες από αυτές που θα μπορούσαν να είχαν συναχθεί από το ιστορικό κόστος.
Επίσης, επειδή το πραγματικό κόστος της τοποθέτησης εξοπλισμού είναι συχνά σημαντικά υψηλότερο από το θεωρητικό κόστος (λόγω αναποδοτικοτήτων όπως καθυστερήσεις εξοπλισμών και σφαλμάτων στα συστήματα), οι νεοφερμένοι έμελαν να λάβουν πολύ καλύτερη απόδοση με το να χρησιμοποιήσουν τις γραμμές της Bell απ’ότι με το να κτίσουν τις δικές τους. Αφού οι χονδρικές τιμές όπως τις υπολογίζαν οι ελεγκτές δεν μπορούσαν να λάβουν υπόψη όλα αυτά τα προβλήματα, οι εταιρίες Bell όχι μόνο έπρεπε να δώσουν στους ανταγωνιστές τους πρόσβαση χαμηλού κόστους στα δίκτυα τους, αλλά αναγκαστήκαν στην ουσία να δώσουν επίσης και ένα μέρος της υπηρεσίας δωρεάν. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παράμετρους, η βιασύνη του Hundt να κάνει την αγορά πιο “αποτελεσματική” ήταν ουσιαστικά ένα χάρισμα στους νεοεισαχθέντες. Εδώ έχουμε ξανά τον Huber, να περιγράφει τις “προσφορές” που μπορούσε να βρει κανείς στο ξεπούλημα του Hundt:
Μία ανταγωνίστρια εταιρία μπορεί τώρα να νοικιάσει από την Verizon, επί μονίμου βάσεως, μια αδεσμοποίητη χάλκινη τηλεφωνική γραμμή από ένα διαμέρισμα στην οδό East 87th μέχρι το υπόγειο της 98th και Lexington για περίπου 15,50 δολλάρια τον μήνα. Μπορεί επίσης να νοικίασει, σε ελεγχόμενες τιμές και για όσο καιρό επιθυμεί, ένα κλουβί στο υπόγειο της Verizon για να στεγάσει οποιονδήποτε εξοπλισμό θέλει να συνδέσει στην γραμμή. Η μεταγωγή θα κοστίσει στην νέα εταιρία 5 δολλάρια το μήνα. Η αναγνώρηση καλούμενου – που η ίδια η Verizon θα προσφέρει στους κανονικούς πελάτες της για 8 δολλάρια τον μήνα– θα κοστίσει μόλις 20 λεπτά τιμή χονδρική.43 [74]
Και οι ανταγωνίστριες τοπικές τηλεφωνικές εταιρίες ήταν πολύ χαρούμενες, για να μην αναφέρουμε όσους επένδυσαν σε αυτές.
Πώς ο Reed Hundt Δημιούργησε την Απληστεία
Δεν είναι περίεργο λοιπόν γιατί η αγορά είδε έκρηξη ανάπτυξης. Το FCC του Hundt χάριζε το δίκτυο των εταιριών Bell, και πολλοί νεοεισαχθέντες άρπαξαν την ευκαιρία. Όσο εμφανίζονταν πληθώρα νέων τοπικών παρόχων, τόσο εμφανίζονταν επενδύσεις στις μακρινές αποστάσεις όπως και νέες εταιρίες κατασκευής εξοπλισμών και ανταλλακτικών που ήταν σχεδιασμένες να υποστηρίξουν τα νέα τοπικά και μακρινών αποστάσεων δίκτυα που χτίζονταν. Υπήρχε η ευρεία πεποίθηση — ορθή σε κάποιο βαθμό — ότι οι νέοι παρόχοι θα προτιμούσαν να συναλλάσονται με προμηθευτές εξοπλισμού με τους οποίους μοιραζόντουσαν το ίδιο επιχειρηματικό πνεύμα και ότι οι νέοι παρόχοι μπορεί να μην ελάμβαναν την ίδια προσοχή από τις εδραιωμένες εταιρίες εξοπλισμών όπως η Nortel ή η Lucent που είχαν οι εταιρίες Bell. Επιπλέον υπήρχε η διαδεδωμένη άποψη ότι οι νέοι πάροχοι θα χρειάζονταν διαφορετικά είδη εξοπλισμού από τους παλιούς παρόχους. Παραδείγματος χάρη λεγόταν ότι οι νέοι παίκτες θα έπρεπε να εστιάσουν σε υπηρεσίες αιχμής για να ανταγωνιστούν καλύτερα τις εταιρίες Bell και ότι θα έπρεπε να κάνουν ευρεία χρήση συστημάτων πολυπλεξίας διαχωρισμού μήκους κύματος [75] ώστε να βελτιστοποιήσουν το κόστος των ινών που θα προμηθεύονταν από τις εταιρίες Bell.44 [76]
Ωστόσο, είναι απίθανο ότι έγινε ποτέ αρκετή σοβαρή οικονομική ανάλυση για να υποστηριχθούν τέτοιες θέσεις ή, επίσης, για πολλές από τις άλλες συμβατικές σοφίες των ημερών. Το FCC του Hundt δεν θα μπορούσε να είχε εφεύρει κάποιο καλύτερο σύστημα για την προσέλκυση των ριψοκίνδυνων και για την εκδίωξη των επιχειρηματιών με στόχο την ανάπτυξη πραγματικών επιχειρήσεων. Αρχικά, οι ομοσπονδιακοί ελεγκτές όχι μόνο κατέβασαν τα εμπόδια εισόδου στην αγορά τοπικών τηλεφώνων· κατέληξαν να επιδοτούν την είσοδο στην αγορά. Τότε οι ελεγκτές, οι πολιτικοί και οι ηγέτες της βιομηχανίας περιτριγύρισαν την χώρα εκφέροντας λόγους περί του πόσο γρήγορα η αγορά θα αναπτυσσόταν και πόσα λεφτά θα μπορούσαν να κερδηθούν. Έτσι ανόητοι και άπληστοι έτρεξαν εκεί όπου οι οικονομικά συνετοί φοβούνταν να πατήσουν. Παρ’όλο που και οι προοδευτικοί και οι συντηρητικοί δημοσιογράφοι αφιέρωναν πολύ χρόνο στο να παραπονιούνται για τους άπληστους που σκοτώσαν τις τηλεπικοινωνίες, ας θυμηθούμε όλοι ότι ήταν ο Gore και ο Hundt που θέλαν οι άνθρωποι να βιαστούν να μπουν στην αγορά έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια ανταγωνιστική αγορά, την οποία ορίσαν εντελώς ως ένα αριθμητικό παιχνίδι.
Αυτό που έκανε το σύστημα αδεσμοποίησης του Hundt ήταν να δημιουργήσει μια αχρείαστη σπατάλη. Οι ανόητοι μπορούσαν να μπουν στην αγορά χρησιμοποιώντας τα δίκτυα των Bell σε τιμές λαϊκού παζαριού. Νομίζαν ότι μπορούσαν κοντοπρόθεσμα να βγάλουν πολλά χρήματα, γιατί οι τηλεπικοινωνίες ήταν η τελευταία μόδα και το Διαδίκτυο ήταν “όλα τα λεφτά.” Μπορούσαν να ξεχάσουν εντελώς ότι θα έπρεπε να φτιάξουν τα δικά τους δίκτυα. Θα τα παρείχαν οι ανταγωνιστές τους. Σε αντίθεση με αυτό, οι νηφάλιοι επιχειρηματίες συνειδητοποίησαν ότι δεν θα υπήρχαν ποτέ αρκετά χρήματα στην αγορά για να δικαιολογηθεί η κατασκευή ιδιόκτητων δικτύων, πρωταρχικά γιατί θα ανταγωνίζονταν εξ’αρχής κόντρα σε νέους ανταγωνιστές που επιδοτούνταν από το σύστημα αδεσμοποίησης.
Στο μεταξύ, το σύστημα αδεσμοποίησης έκανε δύσκολα τα πράγματα για τις εταιρίες Bell σε παραπάνω από ένα επίπεδα. Ένα κυβερνητικό σύστημα που ουσιαστικά κατάσχει μεγάλα τμήματα των στρατηγικών κτημάτων μιας καταχωρημένης στο χρηματιστήριο εταιρίας δεν είναι μια πολιτική που έχει σχεδιαστεί για να διατηρήσει ψηλά την τιμή της μετοχής της. Όσο σταδιακά εφαρμοζόταν το σύστημα αδεσμοποίησης, οι τιμές των μετοχών των Bell έπεσαν, υποχρεώνοντας τις εταιρίες να αναλάβουν περισσότερο χρέος και να τις κάνουν να σκεφτούν πιο προσεκτικά περί επενδύσεων στο δίκτυο τους. Δεν ήταν μονάχα θέμα γενικά κεφαλαιακών εξόδων. Όταν οι εταιρίες Bell δημιουργούσαν μια νέα καινοτόμα υπηρεσία, συχνά υποχρεώνονταν να βοηθήσουν τους ανταγωνιστές τους να μπουν ακριβώς στην ίδια υπηρεσία. Παραδείγματος χάρη, σε ένα άρθρο του 2001 του Cato σημείωσα:
ήταν ελεγκτικός εφιάλτης όταν μια εταιρία Bell ήθελε να παρέχει υπηρεσίες μήκους κύματος. Αμέσως μετά την κύρωση του νόμου του 1996, μερικές πολιτειακές επιτροπές κοινωφελών οργανισμών αποφάσισαν ότι εάν μια εταιρία Bell εγκαθιστούσε οποιοδήποτε εξοπλισμό πολυπλεξίας διαχωρισμού μήκους κύμματος [WDM] . . . θα υποχρεόνωνταν να πουλήσουν μερικά κανάλια στους ανταγωνιστές τους. Το αποτέλεσμα ήταν προβλέψιμο. Το 1997, η U.S. West σταμάτησε την τοποθέτηση συστημάτων WDM, ακόμα και εάν το WDM ήταν πολύ φθηνότερο από το να τοποθετούνταν επιπλέον οπτικές ίνες . . . Τελικά το FCC ανέτρεψε αυτές τις αποφάσεις. Σήμερα, εφόσον μία Bell μπορεί να δείξει ότι τοποθετεί κανάλια WDM μόνο για την δική της εμπορική χρήση, δεν θα υποχρεώνεται να δίνει πρόσβαση στους ανταγωνιστές της. Αλλά αυτό είναι μονάχα μια μικρή βελτίωση, αφού εάν μια εταιρία Bell πουλήσει έστω και ένα κανάλι σε κάποιον ανταγωνιστή για σωστούς εμπορικούς λόγους, ανοίγει το πεδίο για την κατηγορία ότι εγκατέστησε WDM για άλλους λόγους από την δική της χρήση, και θα υποχρεωθεί κατά πάσα πιθανότητα να κάνει όλα τα μήκη κύματος της διαθέσιμα στους ανταγωνιστές.45 [77]
Οπότε η αδεσμοποίηση, όπως την όρισε το FCC, έκανε τους νέους παρόχους να μπουν στην τηλεπικοινωνιακή αγορά χωρίς καμμία ανησυχία και χωρίς να δίνουν δεκάρα για την κατασκευή φυσικών δικτύων στο μέλλον. Την ίδια στιγμή, η αδεσμοποίηση αποθάρρυνε πιο συντηρητικούς επιχειρηματίες που θέλαν να μπουν στην αγορά με μακροπρόθεσμους στόχους μέσω της σταδιακής κατασκευής των δικών τους υποδομών. Στο τέλος, αποθάρυνε ακόμα και τις ίδιες τις Bell από το να επενδύσουν για το μέλλον.
Και σταδιακά το σχέδιο του Hundt αποκαλύφθηκε. Αν και ο πρόεδρος Hundt ο ίδιος μπορούσε να αφήσει το πόστο του κραυγάζοντας την νίκη των πολιτικών του, έγινε σύντομα προφανές ότι το όραμα του ήταν τουλάχιστον απρόσεκτο. Γιατί στην απελπισμένη βιασύνη του να εγγυηθεί ότι οποιοσδήποτε επιθυμούσε θα μπορούσε να μπει στην τηλεπικοινωνιακή αγορά, δώθηκε λίγη σκέψη στο πως αυτοί οι νεοφερμένοι θα μπορούσαν να βγάλουν πραγματικά χρήματα χωρίς ιδιόκτητα δίκτυα. Και ουσιαστικά υπήρχε ένας μόνος τρόπος — να συναρμολογηθούν τα αδεσμοποίητα στοιχεία των δικτύων των Bell με καινοτόμους τρόπους και να βάλουν μια νέα ετικέτα με το δικό τους όνομα. Είναι δυνατό να φανταστούμε κάποιον που δημιουργεί μια μακροπρόθεσμη επιχείρηση με αυτόν τον τρόπο να εξυπηρετεί κάποια εξειδικευμένη αγορά χρηστών. Η επιπρόσθετη αξία — το περιθώριο — σε μια τέτοια επιχείρηση θα μπορούσε να προέλθει από την γνώση του νεοφερμένου επιχειρηματία για αυτή την εξειδικευμένη αγορά, όχι από το κόστος του δικτύου. Αλλά το να περιμένει κανείς από μία επιχείρηση να χρησιμοποιήσει απλά το δίκτυο των Bell, με άλλη ετικέτα, και να εξυπηρετήσει ένα ευρύ κοινό είναι υπερβολικό, ειδικά αν λάβει εξ’αρχής υπόψη κανείς την δύναμη της μάρκας των Bell. Ίσως ένας ή δύο νέοι πάροχοι μπορούσαν να σταθούν τυχεροί με αυτό το μοντέλο, αλλά δεν είναι πιθανό. Πιο πιθανά, το καλύτερο που θα μπορούσαμε να ελπίζουμε είναι ότι κάποιοι νεοφερμένοι θα μπορούσαν να αντλήσουν από την ευαισθησία των τιμών της τηλεφωνικής αγοράς, να προσελκύσουν κάποιους πελάτες από τις Bells, να αφαιμάξουν λίγα χρήματα για λίγο καιρό και μετά να πουλήσουν την πελατειακή βάση τους πίσως στην Bell από την οποία την πήραν εξ’αρχής.
Για όλους αυτούς τους λόγους, το είδος ανταγωνισμού (εάν μπορούμε να το αποκαλούμε έτσι) που δημιουργήθηκε από το σύστημα του Hundt ήταν ουσιαστικά σίγουρο πως θα παρέπαιε. Και πράγματι αυτό έκανε. Η νέα “αλυσίδα αξιών” που είχε δημιουργηθεί από την ριζική αδεσμοποίηση απεδείχθη ότι ήταν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα. Δεν ήταν μόνο οι νέες τηλεπικοινωνιακές εταιρίες που αποτύχαν. Σχεδόν όλες οι εταιρίες εξοπλισμού που δημιουργήθηκαν κατά την έκρηξη των τηλεπικοινωνιών έχουν τώρα εξαφανιστεί, είτε έχοντας εξαγοραστεί είτε έχοντας απλά φαλιρήσει.46 [78]
Γιατί κατάρρευσε η αγορά εκείνη την χρονιά — το έτος 2000; Μπορεί να μην υπάρχει μία μόνο αιτία. Πιθανώς οι ομοσπονδιακές πολιτικές για τις τηλεπικοινωνίες είχαν ελλατώσει τα εμπόδια εισόδου στο σημείο που ο αριθμός των ανταγωνιστών σε κάθε τμήμα της τηλεπικοινωνιακής αγοράς είχαν φτάσει κάποιου είδους “σημείου καμπής,” στο οποίο η κατάρρευση ήταν αναπόφευκτη. Πρόσφατες εργασίες στην θεωρία του χάους έχουν κάνει ευρέως αποδεκτό το γεγονός ότι σχετικά μικρά γεγονότα σε μια οικονομία μπορούν να έχουν καταστροφικά αποτελέσματα εάν οι συνθήκες είναι κατάλληλα ασταθείς. Θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι διαφορετικό; Ή μήπως η εφεύρεση του Παγκόσμιου Ιστού και η παράλογη ευφορία που εκπορευόταν από αυτόν ήταν προορισμένες να παράγουν μια χρυσοθηρική νοοτροπία; Οι τελικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα δωθούν από μελλοντικούς τεχνολογικούς ιστορικούς που θα γράφουν σε εποχές που τα πνεύματα έχουν καταλαγιάσει και οι κατεστραμμένες καριέρες και τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια έχουν επιδιορθωθεί.
Αλλά γράφωντας από την προοπτική του 2004, είναι δύσκολο να μην συμπεράνει κανείς ότι το FCC θα μπορούσε να είχε κάνει πολύ καλύτερη δουλειά. Σίγουρα υπήρχε κάποιος τρόπος να αποφευχθούν οι εκατοντάδες σελίδες νέων κανονισμών και, πράγματι, το να γινόταν μια προσπάθεια να αποφευχθει η γραφειοκρατική τροχοπέδη είναι ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς από Νέους Δημοκρατικούς που αγαπούσαν την κυβερνητική αποδοτικότητα. Δυστυχώς, αυτό που έπρεπε να περιμένουμε είναι ακριβώς αυτό που λάβαμε — μία προσπάθεια να διαχειριστεί ένα περίπλοκο κοινωνικοοικονομικό πειρβάλλον έτσι ώστε όλοι να έχουν “δίκαιη” πρόσβαση στο δίκτυο47 [79] με τις μεγάλες επιχειρήσεις να θεωρούνται ο εχθρός που με κάποιο τρόπο πρέπει να τιμωρηθεί. Εάν όλα αυτά απλά ακούγονται σαν σκέψεις από την δεκαετία του 1960, θυμηθείτε ότι ο Reed Hundt πήρε το όνομα για το βιβλίο του από τον τίτλο ενός τραγουδιού των Beatles και ότι οι Δημοκρατικοί μιας νέας γενιάς έχουν σταθεί εξαιρετικά κριτικά απέναντι στους τρόπους του Hundt. Έτσι, ο Alfred Kahn [80], που προέδρεψε στην επιτροπή πολιτικής αεροναυπηγικής όπως αυτή καταργούνταν, αποκάλεσε τους κανόνες τιμολόγησης του Hundt TELRIC-BS [81]. Όπως λέει o Kahn το “BS” σημαίνει “blank slate.” Αλλά όλοι ξέρουμε τι εννοεί πραγματικά. Αν και δεν ανήκει σε διαφορετική γενιά, ο Eli Noam [82], καθηγητής οικονομικών και λογιστικών στο Columbia Business School (και κάποτε επονομαζόμενος ως ο πιθανός μελλοντικός δημοκρατικός επίτροπος για το FCC), είχε γράψει για το TELRIC ότι “το κόστος συχνά υπολογιζόταν στην βάση αδιάτρητων μηχανικών μοντέλων που θα είχαν αρέσει στον Lenin εάν αυτός είχε υπολογιστές.”48 [83].
Αν και οι κανόνες αδεσμοποίησης του Hundt του επέτρεψαν να κυρήξει πρώιμη νίκη και να προοδεύσει προσωπικά, αμφιβάλω αν υπήρχε ποτέ μια κυνική και ηθελημένη συνομωσία για την προώθηση των συμφερόντων του Hundt, του Gore και των φίλων τους περισσότερο απ’ότι υπήρχε συνομωσία για την προώθηση των συμφερόντων των ηγετών της WorldCom, Global Crossing, κ.λπ. Είναι πολύ πιο πιθανό ότι απλά περιορίστηκαν μέσα στα όρια των κοσμοθεωριών τους. Στην περίπτωση του Reed Hundt, το παρελθόν του στην νομοθεσία περί αθέμιτου ανταγωνισμού σήμαινε ότι ήταν αδύνατο για αυτόν να συλλάβει τον ανταγωνισμό με πιο ρεαλιστικούς όρους.
Ένας πιο οικονομικά μαθεμένος και λιγότερο ιδεολογικοποιημένος πρόεδρος του FCC ίσως απλά θα προωθούσε την κατάργηση νομοθετικών εμπόδιων στην είσοδο στην τηλεφωνική αγορά και την παροχή βοήθειας χρονικά περιορισμένης στις επίδοξες νέες επιχειρήσεις, με το να εξασφαλίσει ότι οι Bells δεν θα μπορούσαν να σκοτώσουν τον ανταγωνισμό πρωτού ξεκινήσει. Αλλά εάν ο Hundt και οι φίλοι του στην κυβέρνηση και στο FCC είχαν πάρει αυτό το μονοπάτι, θα είχαν επίσης αποδεχτεί και ένα τελικό παιχνίδι στο οποίο οι Bells θα ανταγωνίζονταν για τα μεγάλα τμήματα της τοπικής τηλεφωνικής αγοράς49 [84] με ένα μικρό αριθμό άλλων μεγάλων και δυνατών οντοτήτων. Αυτή είναι πάνω-κάτω η δομή που ορίζουν οι ελεύθερες αγορές για βιομηχανίες υψηλού κεφαλαίου. Αλλά αυτού του είδους η ολιγοπωλιακή κατάσταση θα ήταν ανάθεμα για έναν Κλιντονιανό Νέο Δημοκρατικό με μία εγγενή δυσπιστία για μεγάλες εδραιωμένες επιχειρήσεις και μια ρομαντική ιδέα για του πως μοίαζει ο ανταγωνισμός στον πραγματικό κόσμο.
Γιατί φαίνεται, πως στην δυσαρέσκεια τους με τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι Νέοι Δημοκρατικοί διαφέρουν από αυτούς εκ των αριστερών τους μόνο υπό την έννοια ότι οι Νέοι Δημοκρατικοί υποφέρουν από την μοιραία έπαρση ότι ο ανταγωνισμός στις ιδιωτικές βιομηχανίες, όπως στην τηλεπικοινωνιακή βιομηχανία, μπορεί εύκολα να διαχειριστεί ώστε να επιτευχθούν ορισμένοι κοινωνική στόχοι, ενώ οι αριστεριστές θέλουν άμεσο κρατικό έλεγχο — δηλαδή ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα. To FCC του Reed Hundt ήταν μία κλασσική περίπτωση του Νέου Δημοκρατικού σκεπτικού.
Τώρα που η ζημιά έχει γίνει, πως μπορεί να διορθωθεί; Το μέλλον έχει αρχίσει να μοιάζει πιο φωτεινό, και για λόγους ελεγκτικούς και για λόγους τεχνολογικούς. Στο ελεγκτικό μέτωπο, η πρόσφατη τριετής έκθεση του FCC για την αδεσμοποίηση έκανε αρκετά προς την επίλυση μερικών από των προβλημάτων της αδεσμοποίησης στον τομέα νέων υπηρεσιών. Στο μεταξύ, οι δικαστικές αμφισβητήσεις των κανόνων διαμοιρασμού εγκαταστάσεων έχουν αποδειχθεί επιτυχημένες. Τον Μάρτιο 2004, το Αμερικανικό Εφετείο της Επαρχίας της Columbia είπε ότι οι κανόνες αδεσμοποίησης δεν ήταν αιτολογημένοι, και τρεις μήνες αργότερα το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε να παρέμβει.
Ο κίνδυνος δεν έχει τελειώσει όμως. Η Τριετής Έκθεση άφησε πολλά πράγματα μη διορθωμένα, ενώ πρόσθεσε στην γραφειοκρατία και ενίσχυσε τους μισθούς των δικηγόρων αντί να αυξήσει τα κέρδη των καταναλωτών.50 [85] Και το FCC επιχειρεί τώρα να ξαναγράψει τους κανόνες ώστε να τους κάνει πιο αρεστούς στα δικαστήρια. Επιπλέον, οι κανόνες αδεσμοποίησης και οι κανόνες καθολικών υπηρεσιών που πηγάζουν από τον νόμο του 1996 όπως ερμηνεύτηκε από το FCC του Hundt γίνονται πια θεσμοί. Η τελευταία γεννιά ελεγκτών και δικηγόρων τηλεπικοινωνιών τώρα πια θα δυσκολεύεται να φανταστεί ότι υπάρχουν και άλλοι τρόπο για να γίνουν κάποια πράγματα. Οι καριέρες τώρα εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από το να μείνουν τα πράγματα όπως τα έφτιαξε το FCC μετά τον νόμο του 1996 και οποιοαδήποτε προσπάθεια να αντιστραφούν οι νόμοι θα μπορούσει να καθυστερήσει για χρόνια λόγω μηνύσεων και μαχών μεταξύ των επιτρόπων του FCC.
Επιπλέον, υπάρχουν και εκκλήσεις για περισσότερο έλεγχο από αυτούς που δεν τους είχε αρέσει η ιδέα της απορρύθμισης εξ’αρχής. Ο Paul Star [86], γράφοντας στο American Prospect για αυτό που ονομάζει “Η Μεγάλη Τηλεπικοινωνιακή Ενδόρρηξη”, ισχυρίστηκε τα εξής:
Πριν από έναν αιώνα . . . οι Προοδευτικοί ήταν διαιρεμένοι γύρω από την απάντηση τους στην άνοδο των μεγάλων εταιριών. Μερικοί ψάχναν να αναστηλώσουν τον προηγούμενο επιχειρηματικό κοσμο . . . άλλοι δεχτήκαν την μεγάλη επιχείρηση και ζητήσαν ελέγχους για την επίτευξη προοδευτικών στόχων. Όμως μέχρι το New Deal, η δεύτερη οπτική είχε κερδίσει ξεκάθαρα. Παρά την ρομαντική ιδέα του ανταγωνισμού και των ατελειών του κρατικού ελέγχου ο σκληρά επιτευγμένος ρεαλισμός θα πρέπει να κερδίσει και πάλι.51 [87]
Αυτό είναι μια τρομακτική προοπτική για την Αμερική, αλλά παραμένουν δύο μεγάλες ελπίδες για την μακροπρόθεσμη μεταρρύθμιση των τηλεπικοινωνιών. Πρώτα, η τρέχουσα κυρίαρχη ελεγκτική ιδεολογία — ότι ο διαχειρισμένος ανταγωνισμός είναι ο μόνος τρόπος να προχωρήσει κανείς στις τηλεπικοινωνίες — θα δώσει την θέση της σε μια πιο laissez-faire αντιμετώπιση. Όσο μεγαλώνουν τα προβλήματα με τον νόμο του 1996, σίγουρα θα αναδυθεί μια νέα γενιά “Νεότουρκων” που θα θέλουν να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα με λύσεις ελεύθερης αγοράς. Ο υπότιτλος ενός βιβλίου του Peter Huber κάνει μια περίληψη του τι θα χρειαστεί: Καταργήστε το FCC και αφήστε τον Κοινό Νόμο να ελέγχει τον κόσμο των τηλεπικοινωνιών.52 [88]
Η άλλη μεγάλη ελπίδα για τις τηλεπικοινωνίες είναι ότι οι τεχνολογικές αλλαγές θα κάνουν τις τρέχουσες ελεγκτικές δομές απαρχαιωμένες όσο οι τηλεπικοινωνιακές αγορές γίνονται περισσότερο συναγωνίσιμες. Αν και το σπάσιμο της τηλεπικοινωνιακής φούσκας έχει οδηγήσει σε μια έλλειψη επενδύσεων σε νέες τηλεπικοινωνιακές τεχνολογίες, οι κακές μνήμες θα σβήσουν στο τέλος και οι τηλεπικοινωνίες θα επιστρέψουν στο ιστορικό μοτίβο μιας συντηριτικής βιομηχανίας που παρ’όολα αυτά κάνει τακτικά μεγάλα τεχνολογικά άλματα. Υπάρχουν δύο μεγάλες ελπίδες για τεχνολογίες που θα φέρουν ρήξη. Η μία είναι τα ασύρματα, που θα έχουν δύο πιθανά αποτελέσματα στις παραδοσιακές τηλεπικοινωνίες. Πρώτα, οι καταναλωτές — ειδικά οι νεαρότεροι καταναλωτές — μετακινούνται στα κινητά τηλέφωνα ως το πρωταρχικό τους μέσο τηλεφωνικής επικοινωνίας. Αυτό ξεκινά να έχει πάρει σημαντικό μερίδιο από τα ενσύρματα έσοδα των εδραιωμένων παρόχων. Ο λόγος για αυτή την τάση είναι ότι η κινητή τηλεφωνία τυπικά έρχεται με πολλές παραπάνω επιπρόσθετα στοιχεία απ’ότι η παραδοσιακή τηλεφωνική υπηρεσία. Και συνήθως προσφέρει και δωρεάν επικοινωνίες μακρινών αποστάσεων. Σε αντίθεση με πριν από μερικά χρόνια, η διαφορά στην ποιότητα μεταξύ ενσύρματες και ασύρματες τηλεπικοινωνίες είναι σχετικά μικρή.
Η άλλη ελπίδα από τις ασύρματες επικοινωνίες είναι ότι τα σταθερά ασύρματα μπορούν να προσφέρουν μια εναλλακτική σε χάλκινα καλώδια και οπτικές ίνες στα δίκτυα πρόσβασης. Αυτό συζητείται εδώ και δύο δεκαετίες και μέχρι πρόσφατα δεν έβλεπε κανείς πολλά σταθερά ασύρματα στην υποδομή πρόσβασης εκτός από σε μερικά ανερχόμενα κράτη, όπου η τοποθέτηση τους κινητροδοτούνταν κυρίως από το πόσο γρήγορα μπορούσες να εγκαταστήσεις ένα δίκτυο, αντί για το σχετικό με τις ενσύρματες κόστος της (είναι προφανώς πιο γρήγορο να εγκαταστήσεις ένα δίκτυο ασύρματων πομπών από το να καλωδιώσεις μια αστική περιοχή με οπτικές ίνες.) Ωστόσο η επιτυχία των δικτύων “WiFi [89]” για κινητούς υπολογιστές στο σπίτι, στο γραφείο και σε δημόσια κτήρια έχει δώσει μια νέα ώθηση στην σταθερή ασύρματη επικοινωνία. Αν και το WiFi μάλλον δεν θα παρέχει μια πανταχού παρούσα πλατφόρμα δημόσιας πρόσβασης, είναι ωστόσο μέρος της λύσης. Παρόμοιες τεχνολογίες — ειδικά το “WiMax [90]” — μπορεί να δώσουν την δυνατότητα στα σταθερά ασύρματα δίκτυα να αναδυθούν ως ένα κύριο μέρος του τμήματος πρόσβασης του δημόσιου δικτύου για την επόμενη δεκαετία.
Το WiFi και το WiMax είναι βιομηχανικά πρότυπα που προέκυψαν από το Project 802 [91] του Ινστιτούτου Ηλεκτρολόγων και Ηλεκτρονικών Μηχανικών (IEEE) [92] που κυρίως εστιάζει στην προτυποποίηση των τοπικών δικτύων δεδομένων. Ως τέτοια, η φωνή δεν είναι το κύριο μέλημα αυτών των προτύπων. Ωστόσο, στην δεκαετία που μας πέρασε έχει γίνει ολοένα και περισσότερο πρακτικό να μετατρέπεται η κίνηση σε κίνηση πακέτων δεδομένων — πιο συγκεκριμένα, κίνηση πρωτοκόλου Internet (IP) [93] — και να μεταφέρεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που μεταφέρονται και τα άλλα δεδομένα IP. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση του WiFI, είναι τώρα δυνατό να φανταστούμε ένα σπίτι που και οι υπολογιστές και τα τηλέφωνα συνδέονται στο σπιτικό δίκτυο WiFi και οι κινήσεις δεδομένων και φωνής μεταδίδονται και λαμβάνονται πάνω από το Internet.
Υπάρχει πιο πολύ ψωμί στο Voice-over-IP [94] (VoIP)53 [95] από απλά να μεταδίδονται δεδομένα πάνω από τα σπιτικά δίκτυα WiFi. Στο φυσικό επίπεδο η κίνηση VoIP μπορεί να μεταφέρεται και πάνω από ασύρματα και ενσύρματα δίκτυα, και φαίνεται να υπόσχεται ριζικά βελτιωμένα οικονομικά για την κίνηση φωνής. Και όπως η μετακινήση προς τις ασύρματες επικοινωνίες είναι μια σοβαρή απειλή για τους εδραιωμένους παρόχους υπηρεσιών φωνής που έχουν χτίσει τα δίκτυα τους σε εντελώς διαφορετικές τεχνολογίες — πολυπλεξία διαχωρισμού χρόνου (TDM) [96] — και συνεπώς σε εντελώς διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα. Η άνοδος και των ασύρματων και του VoIP παρουσιάζει συνεπώς προκλήσεις για τις Bells και τους άλλους εδραιωμένους παρόχους που, κατά την περίοδο του νόμου του 1996, φαίνονται σαν να κατείχαν τεράστια τεχνολογία και εδραιωμένα δικτυακά πλεονεκτήματα από οποιονδήποτε νεοφερμένο.
Αυτό δεν είναι το μέρος για να μπούμε σε λεπτομέρειες ούτε για την τεχνολογία ούτε για τα οικονομικά των ασύρματων ή του VoIP. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι κοντοπρόθεσμα αποτελούν πρακτικούς τρόπους για να μπουν πιθανοί ανταγωνιστές των εταιριών Bell στην αγορά με φυσικά δίκτυα που είναι ξεχωριστά από τα δίκτυα Bell — και υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι μόνο όταν συμβεί αυτό τότε θα έχει επέλθει αληθινός ανταγωνισμός. Όταν το Κονγκρέσσο συναρμολογούσε τον νόμο του 1996, το VoIP και οι ασύρματες δεν θεωρούνταν σοβαρές προκλήσεις για την κυριαρχία των Bell στην αγορά. Την εποχή εκείνη δεν φαίνονταν άλλες σοβαρές εναλλακτικές εκτός από την υποχρεωτική πρόσβαση στα δίκτυα Bell για τους νεοεισαχθέντες. Η μόνη συζήτηση γίνονταν για το εύρος και την διάρκεια που θα τους παρέχονταν αυτό.
Τώρα φαίνεται πως οι νέες τεχνολογίες μπορεί τελικά να παράσχουν μια γνήσια εναλλακτική πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακές πολιτικές που βασίζονται στην υποχρεωτική πρόσβαση και που υπάρχουν ακόμα περισσότεροι λόγοι να απορρυθμιστούν πραγματικά οι τηλεπικοινωνίες — δηλαδή να καταργήσουμε τους ελέγχους αντί απλά να τους μεταρρυθμίσουμε. Η τεχνολογική αλλαγή μπορεί τελικά να σημαίνει ότι πολλές από τις πιο αγαπητές υποθέσεις του νόμου του 1996 θα πάρουν τον δρόμο εκείνων του νόμου του 1934 στον κάλαθο των αχρήστων της τηλεπικοινωνιακής ιστορίας. Κανείς μπορεί μόνο να ελπίζει, αυτή την φορά, ότι δεν θα πάρει πάνω από 60 χρόνια για να συμβεί αυτό. Σε κάθε περίπτωση, όπως και να εξελιχθεί η τηλεπικοινωνιακή απορρύθμιση στις αρχές του 21ου αιώνα, αυτό που συνέβει στις τηλεπικοινωνίες στα τέλη της δεκαετίας του 1990 παραμένει σαν επιφυλακτική προειδοποίηση για το πως η μεταρρύθμιση του ελέγχου αντί για την πραγματική απορρύθμιση μπορεί να προκαλέσει την καταστροφή.
Σημειώσεις
- σ.μτφ. Αυτό το άρθρο εκδόθηκε αρχικά ως Policy Analysis 533 [1], στις 7 Φεβρουαρίου 2005, από το Ινστιτούτο Cato. Η μετάφραση του πρωτότυπου, για λογαριασμό του e-Rooster, έγινε από τον Κωσταντίνο Κουκόπουλο <koukopoulos_at_gmail.com> [↩ [97]]
- σ.μτφ. το αντίστοιχο της ΕΕΤΤ στις ΗΠΑ [↩ [98]]
- Παρατέθηκε στο: Victor Rivero, Electronically Shaping a New World Order [99],Government Technology, August 1999. [↩ [100]]
- Σε αυτό το άρθρο μας απασχολούν κυρίως οι ΗΠΑ, αλλά ας σημειώσουμε πως (1) η πανωλεθρία της αμερικανικής τηλεπικοινωνιακής βιομηχανίας, που αναλογεί σε περίπου 40% της παγκόσμιας αγοράς, ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν στην κατάρρευση της παγκόσμιας αγοράς και πως (2) πολλές από τις κακοσχεδιασμένες κανονιστικές ρυθμίσεις που οδήγησαν στην κατάρρευση στις ΗΠΑ έχει αντιγραφεί ευθέως από τους ελεγκτές στην Ευρώπη και αλλού. [↩ [101]]
- Reed E. Hundt, You Say You Want a Revolution: A Story of Information Age Politics (New Haven, CT: Yale University Press, 2000), pp. ixx. [↩ [102]]
- Michael K. Powell, ομιλία (pdf) [103] στο συνέδριο Goldman Sachs Communicopia XI, New York, October 2, 2002. Το συνέδριο μοιάζει να έχει ονομαστεί πολύ άσχημα ύπο τις συνθήκες. [↩ [104]]
- The Economist, July 20, 2002, pp. 9, 5961. [↩ [105]]
- Η πιο καλά μελετημένη και διασκεδαστική βιβλιογραφική πηγή για τα τηλεπικοινωνιακά στελέχη την εποχή της φούσκας είναι το βιβλίο του Om Malik Broadbandits: Inside the $750 Billion Telecom Heist (Hoboken, NJ: Wiley, 2003). Σε ολόκληρο αυτό το άρθρο έχω αντλήσει πληροφορίες από αυτό το βιβλίο, παρ’ότι — όπως είναι ξεκάθαρο από το άρθρο — δεν μοιραζόμαστε την άποψη ότι το τηλεπικοινωνιακό φιάσκο ήταν “κομπίνα.” [↩ [106]]
- σ.μτφ. John Galt, ο άνδρας πρωταγωνιστής [107] του μυθιστορήματος της Ayn Rand Atlas Shrugged [108]που αντιδρά απέναντι στα μη-παραγωγικά μέλη της κοινωνίας, που χρησιμοποιούν νόμους και ενοχές για να απομυζήσουν την αξία των παραγωγικών μελών της κοινωνίας [↩ [109]]
- σ.μτφ. Junk Bonds [↩ [110]]
- Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Malik (σελ. viiviii), ο Ken Rice, πρώην διευθύνων σύμβουλος της Enron Broadband Services, “έδειχνε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την συλλογή του από Ferrari και μοτοσυκλέτες παρά για την διαχείρηση της Enron Broadband.” [↩ [111]]
- Δείτε Malik, σελ. 1316. [↩ [112]]
- Daniel P. Dern, “Intranet Visionaries, Part II: An Interview with John Sidgemore,” Telecommunications, Αύγουστος 1997. Ο Sidgemore πήγε στην WorldCom όταν εξαγόρασε η τελευταία την UUNet, έναν μεγάλο διαδικτιακό πάροχο, και θεωρούνταν ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στην βιομηχανία την περίοδο μεγάλης δόξας της τηλεπικοινωνιακής έκρηξης. Τελικά, ο Sidgemore ηγήθηκε της Worldcom για ένα μικρό χρονικό διάστημα μετά από την πτώση του Bernie Ebbers. Πέθανε την περίοδο που γράφονταν αυτό το άρθρο και, όπως σημειώνεται στις νεκρολογίες, ήταν ένας από τα λίγα υψηλά ιστάμενα στελέχη που κράτησαν την φήμη τους άθικτη κατά την περίοδο της φούσκας των τηλεπικοινωνιών. [↩ [113]]
- Δείτε Malik, σελ. 13. [↩ [114]]
- Για την ιστορία της πτώσης της WorldCom, δείτε Lynne W. Jeter, Disconnected: Deceit and Betrayal at WorldCom (Hoboken, NJ: Wiley, 2003). [↩ [115]]
- Andrew Odlyzko και Kerry Coffman, “The Size and Growth of the Internet [116],” First Monday, 1998. [↩ [117]]
- Peter Sevcik, “The Myth of Internet Growth,” Business Communications Review, January 1999. [↩ [118]]
- “Internet Implications 2: What Building the Internet Will Mean for Service Providers and Their Suppliers,” Communications Industry Researchers, 1998. [↩ [119]]
- Δείτε Lawrence Gasman, Telecompetition: The Free Market Road to the Information Highway (Washington: Cato Institute, 1994), σελ. 107. [↩ [120]]
- Peter A. Bernstein, “What’s Wrong with Telecom [16],” IEEE Spectrum Online, January 2003. [↩ [121]]
- Εκτός από μια μικρή ομάδα αναλυτών και σχολιαστών από φιλελεύθερες και συντηρητικές δεξαμενές σκέψης και — για μικρό χρονικό διάστημα τέλος πάντων — από τον Πρόεδρο της Βουλής, Newt Gringrich. [↩ [122]]
- Lawrence Gasman, “The Telecommunications Act of 1996,” Regulation no. 3, 1996. [↩ [123]]
- 1996 Telecommunications Act [3], Section 160(a)(1). [↩ [124]]
- See Lawrence Gasman, “Universal Service: The New Telecommunications Entitlements and Taxes [125],” Cato Institute Policy Analysis no. 310, June 25, 1998. [↩ [126]]
- Gasman, “The Telecommunications Act of 1996.” [↩ [127]]
- Αυτό γίνεται φανερό στον μεγαλύτερο βαθμό στην μεταρρύθμιση των απαιτήσεων περί “Καθολικών Υπηρεσιών”, που ενσωματώθηκαν για πρώτη φορά στον νόμο του 1996. Δείτε το άρθρο μου “Universal Service: The New Telecommunications Entitlements and Taxes [128].” [↩ [129]]
- Δείτε J. Gregory Sidak, “The WorldCom Fraud and the Collapse of American Telecommunications after Deregulation [130],” Yale Journal on Regulation 20 (2003): 207. [↩ [131]]
- Hundt, pp. 19394. [↩ [132]]
- Για να μην είμαστε άδικοι, κανείς που ασχολούνταν με τα τηλεπικοινωνιακά δράματα των μέσων προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990 δεν ενδιαφερόνταν πολύ στο να ορίσει ως τι εννοούσε τον ανταγωνισμό — αν και όλοι ξέραν ότι ήταν κάτι καλό! Αυτό είναι αρκετά κατανοητό, μιας και τα δημόσια πρόσωπα — είτε πολιτικοί, νομοθέτες ή ελεγκτές — είναι επιρρεπή σε ανώδυνες εκφράσεις. Οτιδήποτε πιο ακριβές θα μπορούσε να έχει σοβαρό πολιτικό κόστος. Όμως αυτό είναι κρίμα γιατί δίχως έναν ξεκάθαρο ορισμό του ανταγωνισμού στις τηλεπικοινωνίες είναι αδύνατον να καθοριστεί εάν υπάρχει περίπτωση να επιτευχθούν οι αναμενόμενοι στόχοι του ανταγωνισμού. [↩ [133]]
- Υπήρχε πάντα κάποιος ανταγωνισμός για τις εταιρίες Bell ή ακόμα για την προ της διάσπασης της AT&T, αφού, όπου ήταν σκόπιμο, οι μεγάλοι οργανισμοί μπορούσαν να χτίσουν τα δικά τους ιδιόκτητα δίκτυα, που μπορεί να περιελάμβαναν επίσης και ιδιόκτητες φυσικές εγκαταστάσεις. Από την δεκαετία του 1980, εναλλακτικοί πάροχοι είχαν αναδυθεί για να παράσχουν δικτυακές εγκαταστάσεις για αυτού του είδους ειδική εφαρμογή, και η AT&T ανταγωνίζονταν πραγματικά για αυτού του είδους την αγορά με τις πρώην “θυγατέρες” της όταν συνέβει ο διαχωρισμός. Ωστόσο, ολοι συμφωνούσαν ότι ο στόχος της μεταρρύθμισης των ελεγκτικών κανόνων ήταν να εξασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές στα σπίτια τους, οι μικρές επιχειρήσεις, και γενικότερα οι μικρότεροι οργανισμοί θα είχαν ευρύτερες επιλογές τηλεπικοινωνιακών εναλλακτικών. Όπως σημειώσαμε ήδη, κανείς δεν όρισε πόσο ευρύτερες. [↩ [134]]
- Στην ιστορία του συστήματος Bell από τον νόμο περί τηλεπικοινωνιών του 1934 [47] κυριάρχησε η συννενόηση ότι η κυβέρνηση θα παρείχε στην ΑΤ&Τ εγγυημένα κέρδη και θα κρατούσε εκτός όλο τον ανταγωνισμό σε αντάλλαγμα που η τελευταία θα παρείχε πανεθνικές υπηρεσίες — έναν από τους κεντρικούς στόχους του νόμου του 1934. Το σύστημα Bell επίσης έπρεπε να μείνει έξω από κάποιες αγορές και να κάνει την πνευματική ιδιοκτησία του καθολικά διαθέσιμη. Αυτό έμοιαζε να λειτουργεί αρκετά καλά μέχρι την τεχνολογική επανάσταση της μικροηλεκτρονικής που οδήγησε στο σημερινό πλούσιο τοπίο των υπάρχοντων και δυνητικών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Σε κάθε περίπτωση, αν και μοιάζει ότι σήμερα σχεδόν οποιοαδήποτε επιτυχημένη εταιρία κατηγορείται ως μονοπώλιο — το τελευταίο και πιο περίεργο παράδειγμα είναι η Google — κανείς δεν μπορεί να επιχειρηματολογήσει κατά παρόμοιων κατηγοριών προς την AT&T. Τον παλιό καιρό η ΑΤ&Τ ήταν ένα κλασσικό μονοπώλιο — ένα κυβερνητικά δωσμένο ιδιωτικό προνόμιο από το οποίο αποκλείονταν όλοι οι άλλοι μέσω της απειλής του νόμου. [↩ [135]]
- Στην δεκαετία του 1980 ο ανταγωνισμός στις μακρινές αποστάσεις αυξήθηκε με ραγδαίο και επιτυχημένο τρόπο. Ωστόσο τα οικονομικά του ήταν αρκετά διαφορετικά από τον τοπικό ανταγωνισμό. Στο παλιό σύστημα Bell, η AT&T Long Lines [136] είχε αυξημένες τιμές ώστε να επιδοτεί τα τοπικά τηλεφωνικά συστήματα της AT&T — αυτό ήταν μέρος της τότε συμφωνίας καθολικής πρόσβασης με την κυβέρνηση. Ωστόσο ακόμα και μετά την διάσπαση του συστήματος Bell, η ΑΤ&Τ ήταν συνήθως η πιο ακριβή λύση, οπότε ήταν σχετικά εύκολο ακόμα και για εναλλακτικές χαμηλού κόστους να ανταγωνιστούν με την AT&T στην τιμή. Αν και για εξειδικευμένες επιχειρηματικές υπηρεσίες δημιουργήθηκαν επιτυχημένες εναλλακτικές του συστήματος Bell την δεκαετία του 1980, οποιοσδήποτε νεοφερμένος προσπαθούσε να ανταγωνιστεί με τις τοπικές υπηρεσίες της Bell αντιμετώπιζε σε γενικές γραμμές μία επίπονη μάχη επιβίωσης σε ένα ρυθμιστικό περιβάλλον όπου οι πολιτειακοί και ομοσπονδιακοί ελεγκτές επιμέναν — ακόμα και μετά την διάσπαση του συστήματος Bell — ότι οι χρεώσεις τοπικών τηλεφωνημάτων έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο χαμηλές. [↩ [137]]
- Για μια συζήτηση περί εθελοντικής διασύνδεσης στην αγορά ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιών, δείτε το τμήμα “Competition and Interconnection” στο Gasman, Telecompetition, pp. 12022. [↩ [138]]
- Για μία εξαίρετη συζήτηση της υποχρεωτικής πρόσβασης και “απαλλοτριώσεων” δείτε Adam Thierer και Clyde Wayne Crews, What’s Yours Is Mine: Open Access and the Rise of Infrastructure Socialism (Washington: Cato Institute, 2003), pp. 912. [↩ [139]]
- Bell Atlantic Corp v. FCC 24 F.3d, 1441, DC Circuit, 1994. [↩ [140]]
- ο Adam Thierer πρότεινε την 8η Φεβρουαρίου 2006, ως ημερομηνία λήξης. Αυτή θα ήταν η 10η επέτειος του νόμου περί τηλεπικοινωνιών του 1996. Μέχρι τότε, πιστεύει ότι θα ήταν δυνατή η δημιουργία νέων εγκαταστάσεων (ασύρματων ή οπτικών ινών) που θα μπορούσαν να ανταγνωνιστούν με τα δίκτυα Bell. Δείτε Adam Thierer, “UNE-P and the Future of Telecom `Competition [61],'” Cato Institute TechKnowledge no. 48, February 1, 2003. [↩ [141]]
- Ibid. [↩ [142]]
- Ibid. [↩ [143]]
- σ.μτφ. unbundling [↩ [144]]
- Peter Huber, “Telecom Undone [145],” January, 2003. [↩ [146]]
- Ibid. Αυτό το κομμάτι κάνει μια εξαίρετη, αν και θλιβερή, εξιστόρηση των πολλών κακών πραγμάτων που γεννήθκαν από το δόγμα αδεσμοποίησης του FCC του Hundt, συμπεριλαμβανομένου και της αυξημένης γραφειοκρατίας και νομοθεσίας. [↩ [147]]
- Ibid. [↩ [148]]
- Ibid. [↩ [149]]
- Η πολυπλεξία διαχωρισμού μήκους κύματος επιτρέπει πολλαπλές ροές πληροφορίες να σταλούν με μία μοναδική ίνα. [↩ [150]]
- Lawrence Gasman, “Why `Fair’ Competition Fails in the Telephone Industry: The Case of Wavelength Services [151],” Cato Institute TechKnowledge no. 27, November 26, 2001. [↩ [152]]
- Για παράδειγμα, το “Wave Division Multiplexing, Photonic Switching and the Coming of All Optical Networks,” Communications Industry Researchers, 1999, καταλογογράφησε 45 εταιρίες που πωλούσαν εξοπλισμό για οπτικά δίκτυα. Από αυτές οι 14 ακόμα πωλούνε τέτοιον εξοπλισμό. Και μόνο 3 από αυτές δημιουργήθηκαν κατά την άνοδο των οπτικών τηλεπικοινωνιών, αφού οι υπόλοιπες είναι οι τηλεπικοινωνιακοί γίγαντες και βιομηχανίες καλωδιακής τηλεόρασης όπως η Lucent, η General Instrument κ.ο.κ. που έχουν εξελιχθεί από το ξεκίνημα αυτής της βιομηχανίας. [↩ [153]]
- Αυτό είναι ακόμα πιο εμφανές όταν κανείς εξετάσει και τα θέματα καθολικής πρόσβασης. [↩ [154]]
- Eli Noam, “Regulating in Order to Deregulate,” FT.com, May 2002. [↩ [155]]
- Το “ζουμί” του νόμου του 1996 ήταν το άνοιγμα του ανταγωνισμού για τις μαζικές τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες που αγόραζαν οι οικιακοί χρήστες και οι μικρές επιχειρήσεις, και όχι το να φέρει και άλλες εταιρίες στην αγορά εξειδικευμένων επιχειρηματικών υπηρεσιών. Από πολλές απόψεις αυτές ήταν ανταγωνιστικές εδώ και αρκετό καιρό. [↩ [156]]
- Το κύριο ενδιαφέρον μου σε αυτό το άρθρο είναι να αναλύσω τις βασικές αιτίες της τηλεπικοινωνιακής φούσκας. Αν και το θέμα της αδεσμοποίησης βρίσκεται στην καρδιά αυτού του “μυστηρίου”, το να εξηγήσω τις πιθανές συνέπειες της τελευταίες έκδοσης των κανόνων αδεσμοποίησης που περιέχονται στην τριετή έκθεση των 576 σελίδων και 2.447 υποσημειώσεων είναι πέραν των σκοπών του τρέχοντος άρθρου. Για μια εξαίρετη ανάλυση της έκθεσης, δείτε Adam Thierer, “Was the UNE Triennial Review Worth the Wait? Part 1: The Process [157],” Cato Institute TechKnowledge no. 57, και Adam Thierer, “Was the UNE Triennial Review Worth the Wait? Part 2: The Substance [158],” Cato Institute TechKnowledge no. 58. [↩ [159]]
- Paul Starr, “The Great Telecom Implosion,” the American Prospect, September 9, 2002, pp. 2024. [↩ [160]]
- Peter Huber, Law and Disorder in Cyberspace: Abolish the FCC and Let Common Law Rule the Telecosm (New York: Oxford University Press, 1997). Πρέπει να σημειωθεί ότι, για τον Huber, οι νόμοι περί του αθέμιτου ανταγωνισμού είναι ένα de facto τμήμα του κοινού δικαίου (common law). Αυτή δεν θα ήταν η άποψη όλων των φιλελεύθερα-προσανατολισμένων αναλυτών και μερικοί από εμάς θα θέλαν να δουν τους νόμους περί αθέμιτου ανταγωνισμού να παίζουν λίγο ή καθόλου ρόλο στην μελλοντική τηλεπικοινωνιακή πολιτική. [↩ [161]]
- Ο αναγνώστης θα πρέπει να σημειώσει την διάκριση μεταξύ “voice-over-IP” και “voice-over-theInternet.” Το πρώτο περιγράφει την χρήση ενός συγκεκριμένου δικτυακού πρωτοκόλλου (π.χ. το IP) για την μετάδωση κίνησης φωνής. Αφήνει ανοικτό ποιό είδους δίκτυο θα χρησιμοποιηθεί για την μετάδωση. Παραδείγματος χάρη, το VoIP μπορεί να χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιείται αντί των κλασσικών PBX [162] σε μερικά γραφεία. Το Voice-over-the-Internet σημαίνει ακριβώς αυτό που λέει. Έτσι το Voice-over-the-Internet είναι το VoIP αλλά όχι αντίστροφα. Αυτή είναι μια σημαντική διάκριση γιατί τα τεχνολογικά προβλήματα που έχουν προκύψει όπως αναπτυσσόταν το VoIP έχουν γενικά λυθεί, ενώ το να μεταδίδεις φωνή πάνω από το Internet ακόμα παρουσιάζει δικτυακές μηχανικές προκλήσεις λόγω της πολύπλοκης φύσης του ίδιου του Internet. Έτσι δεν είμαστε ακόμα στο σημείο όπου το voice-over-the-internet να αποτελεί εναλλακτική της κανονικής τηλεφωνικής υπηρεσίας, μιλώντας με όρους ποιότητας. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι στις πρώτες ημέρες της απορρύθμισης των μακρινών αποστάσεων, το ίδιο περίπου θα μπορούσαμε να πούμε για τις υπηρεσίες που ήταν εναλλακτικές της AT&T. Αυτό άλλαξε πολύ γρήγορα όταν αυτές οι υπηρεσίες φτάσαν σε μια κρίσιμη μάζα και η ποιότητα έγινε σημαντικό ανταγωνιστικό θέμα. Σε μεγάλο βαθμό θα δούμε το ίδιο εξελικτικό μοτίβο με το voice-over-the-internet. [↩ [163]]
