Του Χάρη Πεϊτσίνη
Ακόμα και σήμερα, 15 χρόνια μετά την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ. [1], 89 χρόνια μετά την Οκτωβριανή επανάσταση [2] η ιστορία του σοβιετικού καθεστώτος παραμένει από πολλές πλευρές ένα αίνιγμα. Η αγοραία φιλοσοβιετική και αντισοβιετική ιστοριογραφία στάθηκαν ανίκανες να καταδείξουν ή να καταρρίψουν την σχέση του οικονομικού πειράματος που έλαβε χώρα στη Σ.Ε. με την συστηματική πολιτική και κοινωνική καταπίεση που υπέστησαν τεράστιες ομάδες του πληθυσμού. Τα επίδοξα μοντέλα ερμηνείας των παραπάνω «σχολών» ποικίλουν, αλλά το κύριο χαρακτηριστικό τους, είτε μιλάμε για την «παράνοια» των δικτατόρων , είτε για τις «δυσχερείς διεθνείς συνθήκες» είναι ένα: αποφεύγουν να αποτιμήσουν το ρόλο των οικονομικών μέτρων της νέας εξουσίας στην διαμόρφωση του κατασταλτικού και γραφειοκρατικού της χαρακτήρα.
Μια σημαντική μερίδα του «αντισταλινικού», δημοκρατικού και μη, τμήματος της αριστεράς τείνει να ερμηνεύσει την παρακμή του υπαρκτού σοσιαλισμού ανάγοντας την στον γραφειοκρατικό απολυταρχισμό της σταλινικής [3] κλίκας που τον αντιπαρατάσσει μάλιστα στην επαναστατική «καθαρότητα» των μπολσεβίκικων [4] πρακτικών τα πρώτα έτη της επανάστασης. Υπό αυτό το πρίσμα «οι αρχές του Οκτώβρη» ποδοπατήθηκαν από τους επιγόνους του Λένιν [5]. Ποιες είναι αυτές όμως; Καταρχάς η «αυτοδιεύθυνση» των εργατών με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, ο εργατικός έλεγχος των επιχειρήσεων 1 [6], και η κοινωνικοπολιτική «απελευθέρωση των καταπιεσμένων τάξεων» που σαν «αρχές» επαναλαμβάνονταν συνέχεια από τους ιθύνοντες του κόμματος. Συνήθως οι σύγχρονοι υπερασπιστές της φόρμουλας του «αντιδραστικού σταλινικού Θερμιδόρ» χρησιμοποιούν ως παραπέρα αποδείξεις της «αγνοτητας» των μπολσεβικικών στόχων τα επαναστατικά κείμενα της εποχής, για παράδειγμα την διακήρυξη του 2ου συνεδρίου των σοβιέτ: «Το Συνέδριο αποφασίζει: Ολη η εξουσία κατά τόπους περνάει στα Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών».. Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι το ιδρυτικό κείμενο της Κομιντέρν δήλωνε πως σκοπός της ήταν η ανατροπή του καπιταλισμού «με κάθε μέσο, ακόμα και αυτό της ένοπλης βίας για τη δημιουργία μιας διεθνούς σοβιετικής δημοκρατίας ως μεταβατικό στάδιο για την απόλυτη κατάργηση του Κράτους». Και αναμφισβήτητα κατά τη λογική αυτή, αφού έτσι διατυπώθηκαν τα «αντιεξουσιαστικά» κομμουνιστικά προγράμματα , αυτοί θα ήταν και οι στόχοι των κομμουνιστών! Συνεπώς η σταλινική απολυταρχία ως γραφειοκρατική, ελιτίστικη, ασυμβίβαστη με τις παραπάνω διακηρύξεις ήταν απαραίτητα μια «αντιδραστική ανατροπή», και ο Στάλιν [7], ο «νεκροθάφτης» της εργατικής επανάστασης.
Η επιστημονική ανάλυση της ιστορίας μας έχει προικοδοτήσει με ένα σημαντικό μοντέλο που οφείλουμε να το επεξεργαστούμε και να το χρησιμοποιήσουμε ως εργαλείο ερμηνείας. Η στενή διασύνδεση οικονομικής και πολιτικής ελευθερίας [8] μας δίνει μια εναργή εικόνα των ιστορικών διαδικασιών που συντελούν στην θανάτωση της δημοκρατίας. Αυτό που μένει είναι να διαπιστώσουμε εμπειρικά το κατά πόσο μια αντικειμενική ιστορική πορεία στον έναν τομέα οδηγεί με αλυσιδωτές αντιδράσεις σε αντίστοιχα αποτελέσματα τον άλλο.
Υπό το παραπάνω πρίσμα η εικόνα ενός καθεστώτος που στραγγάλισε κάθε ελεύθερη οικονομική πρωτοβουλία 2 [9] λειτουργώντας ταυτόχρονα ως άψογη «εργατική δημοκρατία» με ταυτόχρονο «εργατικό έλεγχο της παραγωγής» είναι το λιγότερο παράδοξη. Και κάτι παραπάνω: είναι ψευδής και παραπλανητική.
Αλλά αυτό θα πρέπει να αποδειχθεί στην πράξη. Υποστηρίζεται λοιπόν στο κείμενο μας ότι η αποκεντρωμένη, «σοβιετική δημοκρατία των εργατών και των αγροτών» ποτέ δεν αποτέλεσε μια πραγματικότητα στην Σ.Ε., και ιδίως τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της, όταν ο στόχος του μπολσεβικισμού ήταν η πάση θυσία διατήρηση της εξουσίας. Τα λησμονημένα στοιχεία της εποχής, κείμενα ανέκδοτα και κλειδωμένα μέχρι πρόσφατα, μπορούν να φωτίσουν πρόσωπα και γεγονότα. Οι επιτηδευμένα σκοτεινές απαρχές της σοβιετικής ιστορίας πρέπει να βγουν στο φως για να αξιολογηθούν αντικειμενικά.
Κατά συνέπεια ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να διερευνήσουμε τα βήματα που ακολουθήθηκαν για την συσσώρευση της εξουσίας στο μπολσεβικικό «κέντρο», τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και κυρίως τις γραφειοκρατικές παραμέτρους αυτής της διαδικάσιας. Γιατί η γραφειοκρατία, η κυριαρχία των γραφείων (Τσικ) και των ανθρώπων του μηχανισμού (απαρατσικι) πάνω στην υποταγμένη κοινωνία, υπήρξε κύριο χαρακτηριστικό του σοβιετικού καθεστώτος ήδη από τις πρώτες μέρες της ύπαρξης του.
Στάλιν και Λένιν στα 1919. Όχι και τόσο
διαφορετικοί, όσο η προπαγανδιστική
ιστοριογραφία πασχίζει να αποδείξει
Η Ρωσική Κοινωνία τον Οκτώβρη του 1917
Η πλήρης παράλυση του τσαρικού κρατικού μηχανισμού προκάλεσε ένα χάος στην πολυεθνική ρωσική αυτοκρατορία. Μια επαναστατική διαδικασία άρχισε να ξετυλίγεται καθώς η κοινωνία αποπειράθηκε να υποκαταστήσει το οργανωμένο κράτος «στήνοντας» αυθόρμητους θεσμούς εξουσίας που επιζητούσαν νομιμοποίηση μέσα από την διάλυση του τσαρισμού.
Στην πραγματικότητα οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ρωσική κοινωνία μέσα στο 1917, λίγο πριν από το μπολσεβικικό πραξικόπημα, απείχαν τόσο από το κρατικό-κολλεκτιβιστικό όσο και το ατομιστικό μοντέλο. Διαφορετικές «ομάδες συμφερόντων» για να το πούμε έτσι προσπάθησαν να προωθήσουν τα αιτήματα τους μέσα από την θεσμική αυτοοργάνωση (Σοβιέτ, εργοστασιακές επιτροπές, συνεταιριστικό κίνημα, εθνικά κινήματα, θρησκευτικοί οργανισμοί, φεμινιστικές οργανώσεις) .Αυτή η σχετικά μεταβατική, άρα αναγκαστικά επαναστατική, κατάσταση ήταν και η μόνη ουσιαστική ελευθεριακή φάση της ρωσικής κοινωνίας στην εποχή που εξετάζουμε. Τούτοι οι θεσμοί- πηγές ανάβρυσης εξουσίας θα αποκτήσουν μέσα στο 1917 βαρύνουσα σημασία: θα ανταγωνιστούν την επίσημη εξουσία, «μια κυβέρνηση χωρίς κράτος», διεκδικώντας το ρόλο της,από τα κάτω, ως «κράτος χωρίς κυβέρνηση».
Τα κόμματα της εποχής προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τα κοινωνικά προτάγματα και να τα κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά αποικίζοντας ταυτόχρονα τους αυθόρμητους θεσμούς της εξεγερμένης κοινωνίας. Ο Μαρκ Φερρό [10] διερεύνησε βήμα-βήμα αυτή τη διαδικασία, φέρνοντας έτσι στην επιφάνεια μια αλήθεια πραγματικά εντυπωσιακή, ότι δηλαδή οι κομματικοί σχηματισμοί, όχι απλά δεν ενίσχυσαν τους συγκεκριμένους θεσμούς αλλά συνέτειναν στον εκφυλισμό και την υπονόμευση τους γραφειοκρατικοποιώντας τους από τα μέσα. Πρωταγωνιστικό ρόλο σ αυτή την ιστορική εξέλιξη είχε το μοναδικό κόμμα που κατόρθωσε να πάρει πραξικοπηματικά την εξουσία, διατράνωνοντας ότι την πήρε ακριβώς για να την διαχύσει στους επαναστατικούς θεσμούς : οι Μπολσεβίκοι.
Ο Τρότσκυ ως άγιος Γεώργιος κατακεραυνώνει τη «διεθνή αντεπανάσταση». (από προπαγανδιστική αφισα του εμφυλίου). Τα κόμματα της εποχής, και ιδίως οι μπολσεβίκοι, αποπειράθηκαν να προσεταιριστούν τα λαϊκά στρώματα όχι μόνο υιοθετώντας τα κοινωνικά τους αιτήματα αλλά και απευθυνόμενα στις κοινές πολιτιστικές καταβολές τους.
Στην πραγματικότητα η ίδια η πραγματοποίηση του μπολσεβικικού πραξικοπήματος στηρίχθηκε σε ένα μεγάλο βαθμό στην διαμόρφωση γραφειοκρατικών οργανισμών. Άλλωστε θα ήταν πολύ δύσκολο για ένα κόμμα 26.000 αγωνιστών να συγκεντρώσει δίχως γραφειοκρατικές μεθόδους την εξουσία του αχανούς κράτους στα χέρια του. Αυτή η “άμμετρη” φιλοδοξία προδίκασε τόσο τα μέσα όσο και το τελικό («σταλινικό») αποτέλεσμα.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της λεγόμενης Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής [11] της Πετρούπολης που ιστορικά θεωρείται υπεύθυνη για το ξέσπασμα της εξέγερσης του Οκτώβρη. Ο Λέον Τρότσκι αρχικά αναθέτει μαζί με τους υποστηρικτές του τη δημιουργία αυτού του υπο-θεσμού, «εκβλάστημα» του Σοβιέτ της Πετρούπολης [12], στον νεαρό εσέρο Λάζιμιρ δίνοντας του ταυτόχρονα τη θέση του προέδρου αλλά περιστοιχίζοντας τον με τρεις μπολσεβίκους «βοηθούς». Σύντομα ο Λάζιμιρ υπονομευμένος από τους «συνεργάτες» του χάνει μέχρι και την τυπική του ανωτερότητα στην ιεραρχία της επιτροπής. Το όνομα του αναφέρεται όλο και πιο αραιά με το πέρασμα των μηνών μέχρι που χάνεται πλήρως. Από την πασίγνωστη φωτογραφία της Επιτροπής τελικά απουσιάζει ο βασικότερος πρωταγωνιστης: ο πρόεδρος της. Λίγο αργότερα, την επόμενη του πραξικοπήματος, ο Λένιν θα είναι αυτός που θα γράψει το Κάλεσμα της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής λειτουργώντας δίχως καμιά εξουσιοδότηση ως πρόεδρος, μια απάτη ιστορικής κλίμακας.
Η νίκη των μπολσεβίκων οξύνει και φουντώνει τόσο τον δικτατορικό χαρακτήρα του κόμματος τους όσο και την γραφειοκρατία των θεσμών του. Η γέννηση της Κομιντέρν [13] προκύπτει μέσα από διαδικαστικές αλχημείες και επιβεβαιώνει τον βολονταρισμό των ιθυνόντων: -δεδομένης της αντίθεσης πολλών ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων στο μπολσεβικικό πραξικόπημα- αρκετοί κομματικοί «αντιπρόσωποι» αντλούνται από την «παροικία» των αιχμαλώτων πολέμου και κάθε λογής τυχοδιωκτών που είχαν συρρεύσει στη Ρωσία μέσα στη θύελλα του παγκόσμιου πολέμου. Οι μαρτυρίες των Τομάς και Α.Μπαλαμπάνοβα [14] είναι αποκαλυπτικές 3 [15]. Αντιπρόσωποι-ανδρείκελα επαναλαμβάνουν τα συνθήματα που τους σφυρίζουν οι συντονιστές της συνδιάσκεψης, κραδαίνοντας πλαστές εξουσιοδοτήσεις από τα κ.κ της Ευρώπης και συντονίζουν το βήμα τους στις προσταγές των ηγετών του ρωσικού Κ.Κ. Ένας νέος επαναστατικός θεσμός γεννιέται πατώντας πάνω στην ίδια γραφειοκρατική κυνικότητα που θα συγκλονίσει την ανθρωπότητα στα χρόνια του Στάλιν, μιαμιση δεκαετία μετά.
Ταυτόχρονα με την εσωτερική γραφειοκρατικοποίηση της κομματικής εξουσίας, οι μπολσεβίκοι αποπειρώνται την υπονόμευση των αυθόρμητων θεσμών που είχαν δημιουργηθεί από τον επαναστατημένο λαό στα προηγούμενα χρόνια. «Οι μπολσεβίκοι» γράφει ο Μαξιμ Γκόρκυ [16]4 [17] στις 7 Δεκέμβρη του 1917 «έχουν για βασικό τους επιχείρημα τις ξιφολόγχες». Το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» μετατράπηκε «σ’ ένα άλλο σύνθημα: όλη η εξουσία σε μια χούφτα μπολσεβίκους». «Τα Σοβιέτ βυθίζονται στην ανυπαρξία» σημειώνει ο Ρώσος συγγραφέας προσθέτωντας: «Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια δημοκρατία των λίγων, για τη δημοκρατία μερικών επιτρόπων του λαού»5 [18].
Η παραπέρα υπονόμευση των «επαναστατικών θεσμών»
Η αρχή της θεσμικής οικοδόμησης του εκτρώματος που λίγα χρόνια αργότερα θα τρομάξει ακόμα και τους ίδιους τους δημιουργούς του χρονολογείται στους τελευταίους μήνες του 1917. Σταδιακά ο μηχανισμός του κόμματος αναπτύσσεται οργανικά συγχωνεύοντας όλες τις ανεξάρτητες οργανώσεις και τους επαναστατικούς θεσμούς μέσα στην συμπαγή ενότητα της κρατικιστικής δικτατορίας. Στις 17 Δεκέμβρη του 1917 μια Εντολή προς τα Σοβιέτ δηλώνει ρητά:
Τα Σοβιέτ των εργατών είναι μεν κυρίαρχα στα τοπικά ζητήματα αλλά «ενεργούν πάντα σε συμφωνία με τα διατάγματα και τις αποφάσεις της Κεντρικής Εξουσίας ή των ανώτερων οργάνων του Σοβιέτ (…) Ως όργανα τα Σοβιέτ θέτουν σε εφαρμογή όλες τις αποφάσεις της Kεντρικής Eξουσίας…»
Με λίγα λόγια δηλαδή τα Σοβιέτ «προικοδοτούνταν» με την εξουσία να επιβάλλουν της αποφάσεις της Κεντρικής Εξουσίας στις επικράτειες τους.
Ταυτόχρονα ο μόνος ελεγκτικός θεσμός των λεγόμενων «επιτρόπων του Λαού» (δηλαδή της κεντρικής εξουσίας), το Τσικ (μόνιμο όργανο του Συνεδρίου των Σοβιέτ) ευνουχιζόταν με την ψήφιση «χωρίς συζήτηση» στο 7ο Συνέδριο του Τσικ, της ιδέας για την ίδρυση ενός «προεδρείου» που θα χρησίμευε ως «διευθυντικό κέντρο» του αντικαθιστώντας έτσι τον συλλογικό θεσμό με ένα γραφειοκρατικό υποκατάστατο.
Η ίδια μοίρα περίμενε και άλλες υποτιθέμενες εκφράσεις της εργατικής αυτοθέσμισης που θεσμοποιήθηκαν ή «νομιμοποιήθηκαν» από την μπολσεβικική εξουσία: το περίφημο “Διάταγμα για τον εργατικό έλεγχο [19]” αν και ποτέ δεν τέθηκε σε εφαρμογή είναι ενδεικτικό των διαθέσεων της ηγεσίας. Με μια πρώτη ματιά δίνει την εντύπωση της εγκαθίδρυσης μιας «άψογης» εργατικής δημοκρατίας, όπου οι εργάτες έχοντας ρόλο «διαχειριστή» και ταυτόχρονα «λειτουργού» στην επιχείρηση θα συντόνιζαν τη δράση της. Λέξεις χωρίς νόημα όμως μέσα σε συνθήκες οικονομικού σχεδιασμού και ακόμα χειρότερα, λέξεις παραπλανητικές με στόχο το φενακισμό των ξεσηκωμένων μαζών και την υποταγή ενός λαϊκού κινήματος στην ισχύ της πολιτικής ελίτ. Γιατί τα λεγόμενα όργανα του εργατικού ελέγχου θα υπάγονταν στα τοπικά σοβιέτ, τα οποία σοβιέτ όπως είπαμε είχαν ήδη τεθεί υπό τον έλεγχο της «Κεντρικής Εξουσίας». Τελικά το ρόλο αυτό, του «διοικητή» των εργατικών οργάνων έμελλε να παίξει το «ανώτατο συμβούλιο της Εθνικής Οικονομίας». Έτσι σταδιακά, αν παρακάμψουμε το νομικό φορμαλισμό της «καταργημένης» ιδιοκτησίας και σταθούμε στις συνιστώσες της (του ελέγχου και της «ιδιόχρησης») τα «αφεντικά» αντικαθίστανται από ένα νέο αφεντικό. Το «εργατικό» κράτος αποκτούσε τον έλεγχο των εργατών και όχι το αντίστροφο. Η σοσιαλιστική «ουτοπία» έπαιρνε γοργά την συγκεντρωτική και απολυταρχική της όψη…
Έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον να παρακολουθούμε «μοριακά» την εξέλιξη αυτής της ανόδου του ολοκληρωτικού κράτους με την ταυτόχρονη απονέκρωση των αποκεντρωμένων θεσμών. Αρχικά οι οργανώσεις «βάσης» , οι αρκετά ανεξάρτητες εργοστασιακές επιτροπές, προϊόντα κι αυτές της επαναστατικής θύελλας του 1917 υποτάσσονται στα μπολσεβικοποιημένα συνδικάτα. Αυτή η κίνηση ταυτίζεται με την υποταγή της οικονομίας στον κεντρικό έλεχο:
«Οι εργαζόμενοι κάθε επιχείρησης και οι εργοστασιακές επιτροπές θα είναι σε πολύ καλύτερη θέση να εκτελούν τον έλεγχο τους, αν ενεργούν με βάση ενα γενικό σχέδιο, που το έχουν καταστρώσει τα ανώτερα όργανα του εργατικού ελέγχου και τα όργανα που αποφασίζουν τα της οργάνωσης της οικονομίας»
και
«Είναι ανάγκη να διώξουμε μια για πάντα από το μυαλό μας ότι θα διασκορπίσουμε τις δυνάμεις του εργατικού ελέγχουν δίνοντας στους εργάτες των επιχειρήσεων το δικαίωμα να παίρνουν λειτουργικές αποφάσεις για τα ζητήματα που αφορούν τη ζωή της επιχείρησης»
(σημείο 6, Διακήρυξη του πρώτου συνεδρίου των συνδικάτων, 27 Γενάρη 1918 )
Κάπως έτσι τα συνδικάτα θέτουν υπό τον έλεγχο τους τις εργ.επιτροπές έχοντας όμως και τα ίδια αρχίσει να υποτάσσονται στην ηγεσία του κομματικού κράτους. Τελικά θα χάσουν και την τυπική τους εξουσία οπότε κάθε παρέμβαση τους στη βιομηχανία θα χαρακτηριστεί το 1922 «ολέθρια» (11ο Συνέδριο του Κ.Κ. Ε.Σ.Σ.Δ.). Οι εξανδραποδισμένοι «επαναστατικοί» θεσμοί παραμένουν όμως τυπικά «εν ζωή» παίζοντας πια το ρόλο της μαριονέτας, όντας εκχυμωμένοι από το πολιτικό τους περιεχόμενο.. Στο Πρώτο Συνέδριο των Συνδικάτων απορρίπτεται ένα κείμενο που αναγνώριζε στους εργάτες το δικαίωμα της απεργίας με το σκεφτικό πως σ’ένα εργατικό κράτος είναι αδύνατο οι εργάτες να εναντιώνονται στον εαυτό τους! Μια σειρά από αυτοκριτικές συνδικάτων που «μετανιώνουν ειλικρινά» για τις απεργίες που κάνανε, ακολουθεί αυτή την αυτοκτονική απόφαση. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων σκύβουν μπροστά στην μπότα των κρατικών λειτουργών: «Η απεργία του Σαράτοφ είναι μια λυπηρή παρεξήγηση και σας παρακαλούμε να τη λησμονήσετε».6 [20]
Κόκκινοι φρουροί βαδίζουν κραδαίνοντας πλακάτ και σημαίες με το σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Χρειάζεται προσεκτική παρατήρηση για να διαπιστώσει ο ερευνητής την απόκλιση ανάμεσα στην δημόσια ρητορική του μπολσεβικισμού και την πολιτική πρακτική του.
Η άνοδος του τρόμου
Η συσσώρευση ολόκληρης της οικονομικής ζωής σ’έναν πολύ συγκεκριμένο θεσμικό πυρήνα σημαίνει την υπαγωγή της κοινωνίας στις διαταγές του μπροστά στην αδήριτη ανάγκη της πραγμάτωση των «κεντρικών πλάνων». Ο Σχεδιασμός προϋποθέτει ενιαία μέτωπα καθώς η ανυποταξία βάζει σε κίνδυνο την επίτευξη των οικονομικών στόχων και αποδυναμώνει τις βάσεις στήριξης του καθεστώτος . Μέσα σ αυτές τις συνθήκες κάθε απόκκλιση ισοδυναμεί με ανταρσία απέναντι στις δυνάμεις της εξουσίας οπότε συνήθως καταστέλλεται άμεσα και παραδειγματικά. Όπως λοιπόν ήταν αναμενόμενο το στρώμα των μπολσεβίκων που στελέχωσε την νέα εξουσία απαίτησε την ολοκληρωτική πειθάρχηση θεσμών και ατόμων στις προσταγές του.
Μόλις τον 6ο μήνα της επανάστασης με εισήγηση του Τρότσκυ [21] το ελεγχόμενο από τον κομματικό μηχανισμό σοβιέτ του Πέτρογκραντ θα εκδώσει διάταγμα περί της ελευθερίας του συνέρχεσθα και του συνεταιρίζεσθαι: Κάθε συνδικαλιστική, πολιτική ή καλλιτεχνική ένωση θα έπρεπε να δηλωθεί στο Σοβιέτ προκειμένου να λειτουργήσει νόμιμα, οι δε ιδιωτικές και δημόσιες συγκεντρώσεις θα αναφέρονταν υποχρεωτικά στο Σοβιέτ τρεις μέρες πριν την τέλεση τους. Οποιαδήποτε έκδοση και κάθε αρχείο θα έπρεπε να υποβληθεί στους ηγέτες του Σοβιέτ για επιθεώρηση (sic). Κάθε παράβαση θα θεωρούνταν «αντεπαναστατική» και θα τύχαινε «της ανάλογης μεταχείρισης». Ήδη από το 1918 ο Λένιν είχε επισημάνει «την ανάγκη της αναγνώρισης δικτατορικών εξουσιών σε συγκεκριμένα άτομα για την προώθηση της Σοβιετικής Ιδέας..». Και συμπλήρωνε στο 3ο πανρωσικό Συνέδριο των Συνδικάτων (1920): «Oλη η συζήτηση περί ισότητας των δικαιωμάτων ειναι μια ανοησία (…) χρειαζόμαστε περισσότερη πειθαρχία, περισσότερη ατομική εξουσία, περισσότερη δικτατορία!»
Η τάση της συσσώρευσης της εξουσίας σε συγκεκριμένα κομματικά ελεγχόμενα κέντρα συμπίπτει χρονικά με μια πλατιά και άγρια καταστολή των «μη-σοσιαλιστικών» στοιχείων, των εκπροσώπων της «παλιάς κοινωνίας». Αν και τούτη η πρακτική είναι γνωστή, συχνά δεν διευκρινίζεται το πότε χρονολογείται η αρχή της: έτσι, για τους περισσότερους μελετητές ερμηνεύεται ως ένα φυσικό αποτέλεσμα του ανοιχτού εμφυλίου πολέμου και της «εμπόλεμης» δικτατορίας του προλεταριάτου. Ε, λοιπόν, μόλις στις 30 Οκτώβρη του 1917, πολύ πριν δηλαδή από τον εμφύλιο και την «ιστορικά αναγκαία» βία του, ο Τρότσκυ θα προτείνει αδίστακτα: «Κρατάμε τους Καντέτους (συνταγματικούς δημοκράτες) φυλακισμένους και ομήρους. Αν οι άνδρες μας πέσουν στα χέρια του εχθρού 7 [22] να ξέρει ο εχθρός ότι για κάθε εργάτη και κάθε στρατιώτη θα εκτελούμε 5 καντέτους.8 [23] » Ο στόχος με λίγα λόγια φαίνεται πως δεν ήτανε απλά η καταστολή του οπλισμένου αντιπάλου, αλλά η συστηματική προληπτική καταδίωξη κάθε οργανωμένης «αντιπολίτευσης»,μέσα από την αρχή της συλλογικής ευθύνης (που επαναλήφθηκε αργότερα με αφορμή τη δολοφονία Ουρίτσκι και στόχο τα κόμματα της αριστεράς αυτή τη φορά).
Το κλείσιμο των «εχθρικών στην εξουσία των σοβιέτ» εφημερίδων χωρίς να ζητηθεί η γνώμη των ίδιων των σοβιέτ σφραγίζει τον ύπουλο χαρακτήρα της μπολσεβικικής εξουσίας που ιδιοποιείται τα σοβιέτ και τελικά την ίδια την «ρώσικη κοινωνία» ενώ ταυτόχρονα εξαπλώνει την καταστολή σε κάθε άμεσα ή έμμεσα αντιπολιτευόμενο κύκλο. Τα τυπογραφεία εθνικοποιούνται και ο Λένιν δηλώνει: «ο αστικός τύπος πρέπει να εξαφανιστεί» συμπεριλαμβάνοντας σ αυτόν και τις σοσιαλιστικές -πλην αντικαθεστωτικές- εφημερίδες. Την 1η Δεκεμβρίου το όργανο των Μενσεβίκων [24] Ραμπότσαγια Γκαζέττα κλείνει οριστικά. Κάπως έτσι ένα σημαντικό τμήμα του εργατικού πληθυσμού χάνει την πολιτική «έκφραση» του εντασσόμενο στις κοινωνικές εκείνες τάξεις που για να το πούμε έτσι, ¨δεν δικαιούνταν να ομιλούν¨. Με δεδομένες τις απαγορεύσεις και την καταστολή των «αστικών» κομμάτων (καντέτοι), σειρά παίρνουν σιγά σιγά και όλοι οι σχηματισμοί της αριστεράς: ένοπλες ομάδες του καθεστώτος καταλαμβάνουν «σπίτια» αναρχικών και συλλαμβάνουν εκατοντάδες. Οι εσέροι και κατόπιν οι μενσεβίκοι σταδιακά περνούν στην παρανομία και τσακίζονται από το νέο καθεστώς. Είναι πασίγνωστες οι διαταγές του Λένιν στα 1918:
«Πρέπει να βάλουμε τα δυνατά μας, να εξαπολύσουμε μαζική τρομοκρατία , να τουφεκίσουμε και να εκτοπίσουμε εκατοντάδες πόρνες που μεθούν τους στρατιώτες κλπ. Μη χάνετε ούτε λεπτό. Τούφεκίστε όσους έχουν όπλα. Μαζική εκτόπιση των μενσεβίκων και των εθνικών στοιχείων» (9 Αυγούστου 1918)
«Ενεργείστε με τον αποφασιστικότερο τρόπο ενάντια στους κουλάκους και ενάντια στο σκυλολόι των συνενόχων τους αριστερών Εσέρων» (Πρόταση στην επιτροπή του Ζαντόσκ, 17 Αυγούστου 1918)
Αλλά η καταστολή σταδιακά -σχεδόν μοιραία- διευρύνεται, καθώς ο κεντρικός σχεδιασμός αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. Οι οικονομικές δυσχέρειες φέρνουν την νέα προνομιούχο ελίτ σε τροχιά σύγκρουσης με την κοινωνική της «βάση». Μέσα σ αυτά τα πλαίσια ο Τόμσκι [25], στέλεχος του μπολσεβικικού κόμματος, ενσαρκωτής της προλεταριακής ιδεολογίας θα δηλώσει το Μάϊο του 1918 : «ο εργάτης παράγει λιγότερα απ όσα παίρνει για μισθό(…) γίνεται κατά κάποιο τρόπο (…) παράσιτο που ζει σε βάρος της κοινωνίας.». Ο Α.Σλιάπνικοφ [26], μιλώντας για τους εξαντλημένους εργάτες των σιδηροδρόμων, των οποίων η απόδοση είχε μειωθεί αισθητά, θα δηλώσει μόλις τον 6ο μήνα της επανάστασης: «Πρέπει να λάβουμε σκληρά μετρα για να αποκαταστήσουμε την πειθαρχία στη δουλειά με κάθε τίμημα»9 [27]. Ο Τρότσκυ στα 1920 θεωρούσε την τιμωρία αναπόφευκτη για όσους εργάτες βάζουν εμπόδια στην «εργατική αλληλεγγύη, υπονομεύουν την κοινή δουλειά και εμποδίζουν την Σοσιαλιστική Αναγέννηση της χώρας» για να συμπληρώσει: «Η Καταπίεση είναι ένα απαραίτητο όπλο της Σοσιαλιστικής Δικτατορίας για την πραγμάτωση των οικονομικών στόχων10 [28]» . Η πρωτοπορία λοιπόν του εργατικού κινήματος, οι συνήγοροι του προλεταριάτου γίνονται εισαγγελείς του, ανίκανοι να ελέγξουν τη ροή του κεντρικού τους σχεδιασμού, τις διαρροές της γραφειοκρατίας τους, την στρατιωτική οργάνωση της οικονομίας.
Επίλογος: Η εκδίκηση της κοινωνίας και όχι της ιστορίας
Η αναδρομή μας στις απαρχές της «οκτωβριανής επανάστασης» έδειξε το πώς η μπολσεβικοποίηση της κρατικής εξουσίας και η ακόλουθη κρατικοποίηση της οικονομίας βάδισαν χέρι-χέρι με την κοινωνική καταπίεση και την γραφειοκρατικοποίηση της ρωσικής πολιτικής ζωής. Μια γραφειοκρατικοποίηση που δεν υπήρξε ιστορικό λάθος ή εκτροχιασμός,αλλά εν μέρει επιδιώχθηκε από τους ιθύνοντες του μπολσεβικισμού, ως μέρος του συστήματος εξουσίας που εισήγαγαν αν και τελικά, τερατωδώς γιγαντωμένη, τους καταβρόχθισε. Οι πολιτικές πρακτικές που περικλείει ο όρος «σταλινισμός» είχαν ήδη εφαρμοστεί, μέχρις ενός, από τους επαναστάτες μπολσεβίκους πολύ καιρό πριν τις συστηματοποιήσουν και τις επεξεργαστούν οι σταλινικοί τους επίγονοι.
Μέχρι πριν μερικές δεκαετίες η ιστοριογραφία περί της ΕΣΣΔ ήταν εστιασμένη στην ρητορική της εξουσίας, όταν δεν αποτελούσε απευθείας αντιγραφή ομιλιών ή διακηρύξεων των νικητών και των ηττημένων. Η διαιώνιση όμως των προσφιλών μύθων δεν κατόρθωσε να εξαφανίσει το πρόσωπο του ολοκληρωτισμού αλλά να το μασκαρέψει μέσα από τις φόρμουλες της «ιστορικής αναγκαιότητας» ή της «προδοτικής παρέκκλισης».
Κι όμως η κοινωνία, που υπέστη τα δεινά του ολοκληρωτισμού εκ δεξιών και αριστερών, που δοκίμασε όλα τα πολιτειακά πειράματα , και τα μπούχτισε, κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει την εμπειρική εκείνη γνώση που χρειαζόταν για να περιθωριοποιήσει πολιτικά τους κομματικούς επιγόνους των μεγάλων ολοκληρωτισμών του 20ου αιώνα.
Λίγο πριν διακηρύξει την πίστη του στο θρίαμβο της 4ης Διεθνούς ο εξόριστος, αλλά αμετανόητος Λ.Τρότσκυ ειρωνεύτηκε τους ανθρωπιστές διανοουμένους καγχάζοντας: «Αυτή η μεγάλη και παρδαλή κοινωνία της αμοιβαίας προστασίας – “ζήσε και άφησε να ζήσουν” – δε μπορεί να υποφέρει την επαφή του μαρξιστικού νυστεριού στο ευαίσθητο δέρμα της.»11 [29]. Η ίδια προσέγγιση στα χρόνια της επανάστασης επιφυλάχτηκε σ όλους τους διαφωνούντες, δηλαδή στο μέρος εκείνο της ρωσικής κοινωνίας που δεν συμπαρατάχτηκε με την μπολσεβικική εξουσία.
Κι όμως το «Κόμμα», το «Κίνημα», η «Διεθνής» , όλοι αυτοί οι «εκδικητές της ιστορίας» σαρώθηκαν τελικά και οι ίδιοι από το πρόσωπο της κοινωνίας. Το δέρμα άντεξε τις μαχαιριές, μαρξιστικές και μη, και το νυστέρι λύγισε μπροστά στην μοναδική ζωντανή δύναμη που μπορεί να του αντισταθεί: την θέληση του ανθρώπου για ελευθερία… Το μόνο που μένει τώρα πια είναι η εξαγωγή των απαραίτητων διδαγμάτων, για να αποφευχθούν και στο μέλλον τα λάθη και οι τραγωδίες που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα…
————————————————————–
Διαβάστε:
Mark Ferro:
1) La Révolution de 1917 [30], Albin Michel,
2) Από τα Σοβιέτ στο Γραφειοκρατικό Κομμουνισμό [31],εκδ.Νησίδες
Stephane Courtois et al.: Η Μαυρη Βίβλος του Κομμουνισμού [32], εκδ. Εστία, 2001
Και η άλλη πλευρά:
Λέον Τρότσκυ:
1) Σταλινισμός και μπολσεβικισμός [33], 1938.
2) Τρομοκρατία ή Κομμουνισμός [34], 1920
Βλαντιμιρ Λένιν: Ομιλία στο 3ο Πανρωσικό Συνέδριο των Συνδικάτων [35]
Μια Τρίτη οπτική. Η θέση των αναρχικών:
Εμμα Γκόλντμαν [36]:
1) My disillusionment in Russia [37]
2) Trotsky protests too much [38]
Υποσημειώσεις:
- Κατά το έντυπο όργανο της ΚΝΕ με την Οκτ. Επανάσταση : «εφαρμόστηκε εργατικός έλεγχος στην παράγωγη, και στην κατανομή των προϊόντων» (Οδηγητής, Νοέμβρης 2002).Κατά την επίσημη ιστοριογραφία [39] του ΚΚΕ «άρχισε αμέσως ο εργατικός έλεγχος σε όλες τις επιχειρήσεις». Αλοίμονο όμως, «σε λίγο, θα έρθουν να διακόψουν αυτό το τεράστιο δημιουργικό έργο η ξένη επέμβαση και ο εμφύλιος πόλεμος». Η Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδος θα διαμαρτυρηθεί εντόνως [40] για τις κριτικές απέναντι στην τέως Σ.Ε.: Άλλωστε αυτή ήταν που «συνέτριψε όλο τον κρατικό μηχανισμό της τσαρικής Ρωσίας και γέννησε μια εξουσία ολότελα διαφορετική από τις ήδη γνωστές» μέσα στην οποία λειτουργούσε «άμεση δημοκρατία στη βάση (λαϊκά τοπικά συμβούλια, Σοβιέτ)» [↩ [41]]
- Με εξαίρεση την σύντομη,αλλά σωτήρια για την οικονομία της Σ.Ε., περίοδο της Ν.Ε.Π. [42] [↩ [43]]
- Α.Balabanova, “Lenin et la creation du Komintern” and B.Nikolayevski “Le recit du camarade Thomas”, Contributions a l’etude du Komintern, 1965 (αναφέρονται από τον Μ.Φερρό στο βιβλίο του «Από τα Σοβιέτ στον Γραφειοκρατικό Κομμουνισμό [31]» σελ. 116-118) [↩ [44]]
- Ο ίδιος Γκόρκι βέβαια που με τον θρίαμβο της δικτατορίας, λίγο αργότερα, ως ομοτράπεζος του Λένιν και των ηγετών του ΚΚΣΕ θα τους αποθεώσει κυριολεκτικά (χαρακτήρισε τον Λένιν «ισότιμο του Πέτρου του Μεγάλου» και λοιπά και λοιπά ). Η «επαναστατική» διανόηση έδειξε στο μεγαλύτερο μέρος της ελάχιστες αντιστάσεις στους εκπροσώπους της νέας εξουσίας, τόσο στην πρώτη περίοδο όσο και αργότερα επί Στάλιν. [↩ [45]]
- Περιοδικό Novajna Zin [↩ [46]]
- Παρατίθεται από το Μ.Φερρό «Από τα Σοβιέτ στον Γραφειοκρατικό Κομμουνισμό [31]» σελ.163-164 [↩ [47]]
- Θυμίζουμε ότι «πόλεμος» τότε δεν υπήρχε πέρα από την πρώιμη ανταρσία των γιουνκερ (συνδυασμενη με την απόπειρα Κερένσκυ [48]), που κατεστάλη ταχύτατα. Ο εμφύλιος άρχισε «επίσημα» το Μάρτη του 1918,5 μήνες μετά, ενώ οι πρώτες αψιμαχίες με τους Καλέντιν [49] και Κορνίλωφ [50] δεν άρχισαν πριν το Δεκέμβρη του 17. [↩ [51]]
- Ιζβέστια, 30-10-1917 [↩ [52]]
- Παρατίθενται από τον Μ.Φερρό σ.148 [↩ [53]]
- Τρομοκρατία ή Κομμουνισμός [34], κεφ.8, Η Σοβιετική Κυβέρνηση και η Βιομηχανία [54]. [↩ [55]]
- Σταλινισμός και Μπολσεβικισμός [33], 1938 [↩ [56]]