Το φιλότιμο των ολίγων και η αφιλοτιμία των πολλών…
Μαρ 16th, 2010 | Πέτρος Τατούλης| Κατηγορία: Πέτρος Τατούλης | Email This Post | Print This Post |O κ. Παπανδρέου τις τελευταίες ημέρες παίζει ξεκάθαρα στο δικό του γήπεδο. Κοσμοπολίτης, καλλιεργημένος, μαθημένος στις διεθνείς συναναστροφές και τα fora, κινείται με χαρακτηριστική άνεση στην υφήλιο προκειμένου να διατρανώσει τα ελληνικά δίκια. Κι αυτό είναι μια πρώτη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο σήμερα και το παρελθόν της εσωστρέφειας, του ψευτοτσαμπουκά και της κλειστοφοβίας. Η πρώτη αποτίμηση της διεθνούς καμπάνιας του κ. πρωθυπουργού είναι αναμφίβολα θετική. Διατηρήσαμε μια αξιοπρεπή στάση και αρχίσαμε να πείθουμε ότι είμαστε διατεθειμένοι αυτή τη φορά να προσπαθήσουμε τουλάχιστον να αλλάξουμε. Και αυτό ήταν ένα πρώτο βήμα προς την ανάκτηση της χαμένης μας αξιοπιστίας.
Τα δύσκολα ωστόσο ξεκινούν τώρα. Ο κ. Παπανδρέου έχει να αντιμετωπίσει με την επιστροφή του την εφαρμογή των επώδυνων μέτρων, την κοινωνική κατακραυγή, την δρομολόγηση όλων εκείνων των διαρθρωτικών αλλαγών που έχει ανάγκη η χώρα για να μπει σε αναπτυξιακή τροχιά, και κυρίως την καθεστηκυία νοοτροπία του νεοέλληνα που αντιλαμβάνεται μεν την κρισιμότητα των στιγμών αρκεί να μην πληρώσει ο ίδιος μέρος της νύφης, αλλά και το λαϊκισμό που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του α-πολιτικού μας μη- πολιτισμού.
Το κράτος χρειάζεται συμμάζεμα. Σε αυτήν την κατεύθυνση δεν αρκούν προφανώς οι περικοπές των επιδομάτων και των μισθών των υπαλλήλων. Αυτό είναι ένα μέτρο ξεκάθαρα εισπρακτικού χαρακτήρα, που εξυπηρετεί στην προσωρινή επίτευξη των δημοσιονομικών μας στόχων. Με απλά λόγια, λεφτά για να καλυφθούν μαύρες τρύπες και να πληρωθούν τα τοκοχρεολύσια. Η σπατάλη πρέπει να συμμαζευτεί, να ελεγχθεί επιτέλους η ανταποδοτικότητα των κονδυλίων ανά τομέα, να αξιοποιηθεί η περιουσία του δημοσίου. Το δεύτερο μεγάλο στοίχημα είναι οι ΔΕΚΟ και το τρίτο ζητούμενο η αποκέντρωση είτε μιλούμε για ΟΤΑ είτε για την περίθαλψη είτε για την παιδεία. Τέλος, η προσέλκυση επενδύσεων δεν είναι υπόθεση μερικών ταξιδιών στο εξωτερικό. Αν δεν δημιουργηθεί ένα μόνιμο και φορολογικά ευνοϊκό πλαίσιο, που να διέπει τις ξένες επενδύσεις, τότε όλα θα αποδεικνύονται αποσπασματικά και επικοινωνιακά τρίκ.
Ο κ. Παπανδρέου για την ώρα ευνοείται. Και από τη στάση της αντιπολίτευσης που εμμένει στο λαικισμό και από την στάση του παλαιου- ΠΑΣΟΚ που νομίζει ότι διανύουμε ακόμη τις εποχές που έφτανε κανείς να δηλώσει κοινωνικά ευαίσθητος για να είναι κιόλας. Το πρόβλημα θα αρχίσει σε λίγο που ο ελληνικός λαός θα αρχίσει να νιώθει στην τσέπη του τις αλλαγές , χωρίς εντούτοις να έχει πεισθεί ότι δεν θα είναι ο μόνος που πληρώσει τα σπασμένα του λογαριασμού που του κληροδότησαν και οι περασμένες γενιές αλλά και οι κυβερνήσεις της τριακονταετίας. Διότι καλό το φιλότιμο – που όπως είπε και ο πρόεδρος Ομπάμα είναι ξεκάθαρα λέξη ελληνικής προελεύσεως χωρίς αντίστοιχη ακριβή της μετάφραση σε άλλες γλώσσες-, αρκεί να το μοιραζόμαστε όλοι. Ειδάλλως, αν είναι υπόθεση λίγων, τότε κι αυτοί κάποια στιγμή επαναστατούν, λησμονούν το κοινό όφελος και κάπου εκεί χάνεται οριστικά το διακύβευμα της κοινωνικής συνοχής, χωρίς την οποία καμία αλλαγή δεν είναι εφικτή…
Πέτρος Τατούλης
“Κάποιοι ομογενείς από τη τέως Σοβιετική Ένωση, όταν αυτή διαλύθηκε και διαμελίστηκε, επέστρεψαν λέει στην Ελλάδα, νομίζοντας ότι επιτυγχάνουν διπλό στόχο: μετοικούν στη μητέρα πατρίδα και συγχρόνως σε μια χώρα της Δύσης, κάτι που λαχταρούσαν. Πλανήθηκαν όμως πλάνη οικτρά. Πάλι σε τέως Σοβιετική Δημοκρατία βρέθηκαν. Στο Σκανδαλιστάν, στην Παπουτσενία, ή κάπως έτσι. Διαπίστωσαν ότι σ’ αυτή τη χώρα επικρατούσε ένα περίεργο οικονομικό μοντέλο, ένα αμάλγαμα, που δεν αναφέρεται σε κανένα εγχειρίδιο, εκείνο του παρεοκρατικού καπιταλισμού, στο οποίο παραδόξως δεσπόζει το Δημόσιο. Ο ιδωτικός τομέας δεν ήταν απαγορευμένος. Υπήρχε, αλλά λειτουργούσε λίγο αναρχικά, χωρίς ανταγωνισμό, κρατικοδίαιτα και με “προστασία” ενός μέρους του. Πάντως δελεαστικός δεν έμοιαζε για να τους προσελκύσει. Το Δημόσιο από την άλλη, ταμάμ, χάρμα οφθαλμών. Γεροδεμένο, τροφαντό, χαλαρό, κιμπάρικο. Όμορφο έδειχνε. Όχι για τους απ’ έξω, για τους μέσα, γι αυτούς που το υπηρετούσαν. Επικαλέστηκαν τη προσφυγιά , τη καταγωγή, την αδικία, ψηφοφόροι πιά κι αυτοί, τρούπωσαν. Τί ωραία που ήταν. Ούτε πλάνα και προγράμματα, ούτε αηδίες. Αυτοσχεδιασμός και αναβλητικότητα. Με λίγη τυπικότητα και πιο πολλή αυστηρότητα αποκτούσες και κύρος. Πληρώνεσαι καλά και δεν πιέζεσαι. Μούρλια. Μόνο μιά απορία είχαν: πόσα να βγάζουν αυτοί οι απ’ έξω, για να μπορούν να μας πλερώνουν όλους εμάς εδωμέσα; Κι αφού έχουν, γιατί να μη δίνουν κι ένα εξτρά μπαξίσι, όταν κάνουνε νταλαβέρι μαζί μας; Έτσι όμορφα και ξένιαστα κύλησαν τα χρόνια, κόντευαν πια να πενηνταρίσουν. Ε, κουρασμένοι άνθρωποι ήσαν, τόσα είχαν τραβήξει στη ζωή τους, πόσο ν’ αντέξουν; Έπρεπε πιά να πάρουν σύνταξη. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά τώρα τελευταία. Άκουσαν πως δεν ήταν μόνο οι απ’ έξω που τους πλέρωναν, αλλά πότε πότε το γκουβέρνο έπαιρνε και κανένα δανειάκι από τας Ευρώπας για να τα φέρνει βόλτα μαζί τους. Και τώρα λέει οι αγορές, οι κερδοσκόποι, κάπως έτσι τέλος πάντων κάποιοι, δεν θέλανε να ξαναδανείσουν το γκουβέρνο. Τώρα τί θα απογίνουμε; Τί θα γενεί με τα κεκτημένα τόσων δεκαετιών; Θα απαλλοτριωθούν; Ούφ, Θέ μου…”
Πάνω σ’ αυτές τις μαύρες σκέψεις, ξύπνησα. Δόξα τω Θεώ, όνειρο ήταν. Πω πω τρομάρα που πήρα. Ευτυχώς εγώ ζώ στην Ελλάδα, μια ευνομούμενη Ευρωπαϊκή χώρα, που δεν συμβαίνουν τέτοια παράλογα. Άς ανοίξω ένα βιβλίο, να διαβάσω λίγο, να ηρεμήσω.
Ποιός είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά’χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά’χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
(Γ. Σουρής-εκατό τόσα χρόνια πίσω).