Είναι γνωστό πως η Ελλάδα δε φημίζεται τόσο για την εγγενή ερευνητική της παραγωγή, όσο για τα ικανά μυαλά που εξάγει και διαπρέπουν σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής. Οι ερευνητές στην χώρα μας είναι ένα είδος που καθημερινά παλεύει σε αντίξοες συνθήκες χαμηλών μισθών, λιγοστών ευκαιριών, επενδύσεων και κρατικών επιχορηγήσεων και μιας περιβόητης ακαδημαϊκής αναξιοκρατίας για την κατάληψη των ανώτατων θέσεων της εκπαιδευτικής κι ερευνητικής ιεραρχίας.
Η χώρα μας αυτή τη στιγμή είναι ουραγός της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις κρατικές επενδύσεις στην έρευνα και τεχνολογία. To preliminary report της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας [1] (Eurostat) μας αποδίδει ένα ποσοστό (του ΑΕΠ) 0,58% των κρατικών επιχορηγήσεων και μόλις 0,17% των ιδιωτικών για το έτος 2004. Αυτά τα ποσοστά είναι τραγικά χαμηλά αν αναλογιστείτε χώρες εφάμιλλου πληθυσμού όπως η Σουηδία (3,74% μόνο οι κρατικές!), αλλά και των άμεσα συγκρίσιμων ανερχόμενων οικονομιών της Ουγγαρίας, Τσεχίας, και Πορτογαλίας.
Στην Eλλάδα πάνω απ’το 70% της έρευνας γίνεται στα εθνικά πανεπιστήμια και κρατικά ερευνητικά ινστιτούτα. Είναι φυσικό επακόλουθο λοιπόν να απαντούμε όλα εκείνα τα νοσηρά στοιχεία που χαρακτηρίζουν σχεδόν όλους τους δημόσιους φορείς: χαμηλή παραγωγικότητα, ανύπαρκτη αξιολόγηση, μηδαμινές ευθύνες απ’την ηγεσία και κοντόφθαλμες στρατηγικές ανάπτυξης. Αυτά σε συνδυασμό με την πατροπαράδοτη αναξιοκρατία που κατατραίχει τον ελληνικό δημόσιο τομέα δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα, που βγάζουν τον οποιοδήποτε νέο αγαπάει την πατρίδα του κυριολεκτικά έξω απ’τα ρούχα του, γι’αυτήν την αποτελμάτωση της ελληνικής εκπαιδευτικής, ερευνητικής, και τεχνολογικής πολιτικής.
Θα ήθελα να υπογραμμίσω την επιτακτική ανάγκη για μια στρατηγική αλλαγή στο θέμα της χρηματοδότησης της Έρευνας και Τεχνολογίας στην Ελλάδα. Η χώρα μας στην τελευταία ανάλυση της Eurostat φιγουράρει στον ναδίρ των ερευνητικών επενδύσεων μαζί με χώρες όπως η Πολωνία και η Σλοβακία και με πτωτικές τάσεις (έτη 2002-2004) με βάση το ΑΕΠ. Το μέλλον φαίνεται υπερβολικά δυσοίωνο, ιδιαίτερα όταν είναι πλέον πρακτικά αποδεδειγμένη η σύνδεση της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας ενός τόπου με το ποσοστό των επενδύσεων στην εκπαιδευτική-ερευνητική ανάπτυξη. Δεν είναι τυχαίο που οι περιοχές της ΕΕ (χωρισμένες σύμφωνα με το πρότυπο NUTS2 [2]) που δέχονται τις μεγαλύτερες επιχορηγήσεις στο R&D, είτε κρατικές είτε ιδιωτικές, έχουν παραδοσιακά και τους μεγαλύτερους δείκτες πολιτισμικής και οικονομικής ανάπτυξης. Η ανάλυση της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας το δείχνει ξεκάθαρα αυτό με τα παραδείγματα περιοχών όπως: η Καταλονία, η Νοτιοανατολική Αγγλία, η Νότια Γερμανία, η Σουηδία, η Φινλανδία και- για την ελληνική πραγματικότητα- η Κρήτη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία χρόνια προσπαθεί σε κεντρικό επίπεδο να πάρει αποφάσεις για την ανάπτυξη της έρευνας και τεχνολογίας στην επικράτειά της. Στη Λισαβώνα το Μάρτιο του 2000 τέθηκε ο στόχος πως μεσοπρόθεσμα-μακροπρόθεσμα πρέπει το ποσοστό που ξοδεύουν τα κράτη-μέλη της ΕΕ να φτάσει το 3% του ΑΕΠ. Σήμερα η Ένωση βρίσκεται ακόμα στο 1,9%, αρκετά πιο χαμηλά απ’τους μεγάλους ανταγωνιστές στο παγκόσμιο στερέωμα: τις ΗΠΑ στο 2,9% και την Ιαπωνία στο 3%. Η ανάγκη για μια αύξηση του ποσοστού φάνηκε απαραίτητη μετά από μια σωρεία εκθέσεων πριν αλλά και μετά τη συνάντηση στη Λισαβώνα που έδειχναν πως οι μόνες ρεαλιστικές πιθανότητες που έχει η ΕΕ ν’ανταγωνιστεί στο μέλλον επί ίσοις όροις με τις παραπάνω οικονομίες- αλλά και τις ανερχόμενες εξαγωγικές όπως την Κίνα και την Ινδία- είναι ν’αναπτύξει το know-how της και την παραγωγικότητα των επιχειρήσεών της μέσα από τη πρακτική εφαρμογή των ανακαλύψεων και ευρεσιτεχνιών που βγαίνουν απ’τα εργαστήριά της. Σε δεύτερη φάση, οι καλύτερες και ανταγωνιστικότερες συνθήκες εργασίας στον ερευνητικό-τεχνολογικό τομέα της Ευρώπης (μισθολογικά για τους εργαζόμενους κι επενδυτικά για τα projects) θα φροντίσουν ν’αντιστραφεί η υπάρχουσα τάση φυγής των καλύτερων ερευνητών ή καθηγητών μας προς τα πανεπιστήμια και τις επιχειρήσεις της Βόρειας Αμερικής. Με άλλα λόγια θα καταπολεμηθεί το “brain drain [3]” που ταλανίζει την Ευρώπη απ’το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (φτάνει να δείτε ποιοί παίρναν τα περισσότερα Nobel [4] πριν το 1945) και μετά…
Αλλά ενώ όλες οι χώρες κάνουν προσπάθειες να μεταφέρουν κονδύλια στο R&D και με απαραίτητα νομοθετήματα να διεγείρουν και να υποστηρίξουν την ιδιωτική συμμετοχή (πχ μέσω ευέλικτων φορολογικών ρυθμίσεων-διευκολύνσεων ή/και συμπράξεων κοινών δημοσίων-ιδιωτικών έργων) στην εκπαίδευση-έρευνα η Ελλάδα φαίνεται να κάνει βήματα προς τα πίσω. Παρόλο που τα τελευταία 10-15 χρόνια ζούμε σε μια δίχως προηγούμενο κοινωνικοοικονομική ευημερία και σταθερότητα στην ανάπτυξη, αντί ν’αυξήσουμε το ποσοστό επενδύσεων στη γνώση όπως είναι το δέον κάνουμε τα πάντα για τη περαιτέρω σμίκρυνσή του. Αυτή τη στιγμή η ελληνική πολιτεία αντί ν’ασχολείται με το μέλλον των παιδιών της φροντίζει να εξυπηρετεί με κοντόφθαλμες πολιτικές πάγια συμφέροντα κοινωνικών ομάδων που θέλουν και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Και εδώ φυσικά μιλάω τις γνωστές ομάδες μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, πρόωρα συνταξιοδοτουμένων, αγροτών, ναυτεργατών, κλπ. Το γεγονός ότι το Δημόσιο Χρέος ανεβαίνει χρόνο με το χρόνο και ότι αυτοί που θα πληρώσουν το τίμημα θα είναι οι επόμενες γενιές δε φαίνεται να το λογαριάζει κανένας. Ιδιαίτερα όταν είναι οφθαλμοφανές πως το αρνητικό αυτό trend- της ελάχιστης ερευνητικής ανάπτυξης- είναι χαρακτηριστικά ελληνικό φαινόμενο, περίεργο για χώρα της ΕΕ αλλά και γενικότερα του αναπτυγμένου Δυτικού Κόσμου.
Φυσικά υπάρχει μια ελπίδα. Υπάρχει η ελπίδα να ξυπνήσουμε επιτέλους! Από του χρόνου μπαίνουμε στη νέα επταετία του πλαισίου στήριξης για την Έρευνα (FP7: 2007-2013 [5]). Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει στόχο οι χρονιές αυτές να παίξουν καταλυτικό ρόλο στην ανεπιστρεπτί στροφή των χωρών-μελών προς μια κοινωνία που θα δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην τροφοδότηση της ερευνητικής πολιτικής. Νέα προγράμματα, νέοι στόχοι, νέα κονδύλια προς εκμετάλλευση σε όσες ευρωπαϊκές χώρες θα μπορέσουν να κάνουν ρεαλιστικές προτάσεις προς την παραγωγική επένδυση αυτών. Είναι ένα τρένο που δεν πρέπει να χάσουμε…
Τι μπορεί να γίνει; Οι ελληνικές κυβερνήσεις- όποιες κι αν είναι αυτές- πρέπει να μεταφέρουν άμεσα κονδύλια στην ερευνητική και τεχνολογική ανάπτυξη της Ελλάδας. Κακά τα ψέματα, το ποσοστό του μόλις 0,6% είναι όνειδος για μια χώρα που θεωρείται και απ’τα παλιά μέλη της ΕΕ. Τα ελληνικά πανεπιστήμια, ο κύριος μοχλός της βασικής αλλά και εφαρμοσμένης έρευνας στη χώρα μας βρίσκονται σε κακό χάλι όχι εξαιτίας της απουσίας ικανότατων στελεχών-επιστημόνων και ιδεών, αλλά κυρίως έλλειψης κονδυλίων. Οι Έλληνες ερευνητές όταν προσλαμβάνονται απ’τα πανεπιστήμια ή ερευνητικά ινστιτούτα δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν απ’τους ξένους συνεργάτες τους σε πληρότητα βιογραφικού και επαγγελματικής εμπειρίας. Η παραγωγικότητά τους όμως μειώνεται δραματικά απ’τη στιγμή της πρόσληψής τους πράγμα που δε μπορεί να εξηγηθεί τόσο με την ανικανότητά τους όσο με την έλλειψη δομών και επιχορηγήσεων των project που παίρνουν μέρος στα ελληνικά κέντρα. Η μικρότατη εθνική επένδυση σε συνδυασμό με την εξίσου βαρύτατη απουσία ενός διαφανούς μηχανισμού αξιολόγησης του προσωπικού και των αποτελεσμάτων έρευνας (αλλά και οικονομικής διαχείρισης!) των κρατικών ιδρυμάτων κάνουν την Ελλάδα ερευνητικό νάνο στην παγκόσμια αγοράς εργασίας «μυαλών». Είμαστε πρώτοι στο να εξάγουμε φοιτητές-ερευνητές σε άλλες χώρες του κόσμου και τελευταίοι στο να τους προσφέρουμε τις ιδανικές συνθήκες να φέρουν αποτελέσματα στην ίδια τους την πατρίδα!
Η Ελλάδα οφείλει πάση θυσία να περάσει από μια οικονομία που βασίζεται στους παραδοσιακούς πυλώνες της βιομηχανικής μεταποίησης και του τουρισμού, σε μία των υπηρεσιών και της γνώσης. Οι χώρες που έχουν ήδη μετατρέψει μεγάλο μέρος των οικονομιών τους στην τριτογενή παραγωγή (λόγου χάρη Μεγάλη Βρετανία, Ιρλανδία, Φινλανδία) έχουν σήμερα τις πιο σταθερές οικονομίες και κινδυνεύουν λιγότερο σε σχέση με τις παραδοσιακές αγροτικές-κατασκευαστικές οικονομίες από τις ανερχόμενες δυνατότητες των ασιατικών χωρών.
Το κράτος έχει πρωταρχικό ρόλο στο να θέσει τα θεμέλια γι’αυτή τη στρατηγική κατεύθυνση, όχι μόνο επενδύοντας άμεσα στην έρευνα και ανάπτυξη στη χώρα μας μέσω των υπαρχόντων πανεπιστημίων και τεχνολογικών ιδρυμάτων, αλλά δημιουργώντας και τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να διεγείρει την ιδιωτική πρωτοβουλία να ανακυκλώνει μεγαλύτερο μέρος των εταιρικών εσόδων στην έρευνα. Σ’επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης οι συστάσεις είναι σαφείς ήδη από τη σύνοδο της Λισαβώνας: μέχρι το 2010 θα πρέπει τα κράτη-μέλη να επενδύουν γύρω στο 3% του ΑΕΠ τους στην Ε&Α.
Το θέμα της αξιολόγησης των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας είναι πολύ σημαντικό και τα πρώτα θετικά βήματα για τη σύσταση μιας τέτοιας επιτροπής ευτυχώς έχουν γίνει. Το ζήτημα είναι τα πορίσματα αυτά να πιάσουν τόπο. Αν δεν υπάρχει τρόπος ν’αυξήσουμε το ποσοστό του R&D επί του ΑΕΠ τουλάχιστον ας επενδύσουμε στους λίγους αξιόλογους τομείς και ικανότατους επιστήμονες που είναι σε θέση να παρουσιάσουν αποτελέσματα. Και φυσικά, αντίστροφα, να μειωθούν ή διακοπούν οι επιχορηγήσεις σ’εκείνα τα τμήματα (και ερευνητές!) που αδυνάτησαν να παράγουν ικανό έργο, όποιο κι αν ήταν αυτό: διαδακτικό, ερευνητικό και διοικητικό.
Όλες οι παραπάνω προτάσεις οφείλουν να έχουν φυσικά εφαρμογή και στα επιβλεπόμενα από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας ερευνητικά και τεχνολογικά ινστιτούτα και εθνικά κέντρα. Απλά επειδή στην Ελλάδα το εξαιρετικά μεγαλύτερο μέρος των κονδυλίων δίδεται στην πανεπιστημιακή έρευνα, είναι απαραίτητο πρώτα να διορθωθεί η νοοτροπία εκεί που υπάρχει το κυρίως πρόβλημα.
Τέλος, θα ήθελα να υπενθυμίσω πως αν θέλουμε να γίνουμε ανταγωνιστικοί στην αγορά της Έρευνας και Τεχνολογίας, οφείλουμε να επιτρέψουμε την οικονομία της ελεύθερης αγοράς και στην εκπαιδευτική-ερευνητική πολιτική. Αυτή τη στιγμή η χώρα μας έχει έναν πανεπιστημιακό νόμο 24 ετών, έναν ερευνητικό 21 ετών, κι ένα Σύνταγμα που είμαστε στον 21ο αίωνα και ακόμα δεν επιτρέπει την ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαιδευτικής πρωτοβουλίας. Το κράτος οφείλει να παίξει το ρόλο του εγγυητή της ποιότητας μέσω μιας εθνικής στρατηγικής στην Παιδεία που να ρυθμίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις αξιολόγησης που επιθυμεί για τις δομές των πανεπιστημίων, το επιστημονικό τους έργο, το προσωπικό και τους φοιτητές τους. Ένας βασικός πανεπιστημιακός νόμος που να εγγυάται μέσω της αξιοκρατίας και των διαφανών διαδικασιών την ισόνομη λειτουργία δημοσίων και ιδιωτικών ιδρυμάτων απέναντι σε όλους τους stakeholders [6] (φοιτητές, προσωπικό, κοινότητα, κοινωνία). Πέρα απ’αυτές τις απαραίτητες ρυθμίσεις ελάχιστης ποιότητας, οιαδήποτε απαγορευτική στάση της πολιτείας απέναντι στην ελεύθερη ιδιωτική πρωτοβουλία έχει μονάχα ανασταλτική δράση στην παραγωγή αξιόλογου εκπαιδευτικού κι ερευνητικού έργου από τους πιθανούς φορείς που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν. Πέρα απ’την διαφύλαξη της ποιότητας το κράτος δεν έχει πλέον κανένα λόγο να μην επιτρέπει τη λειτουργία ιδιωτικών ιδρυμάτων.
Στις ΗΠΑ, χώρα με παράδοση στα ιδιωτικά μη-κερδοσκοπικά κολλέγια και πανεπιστήμια, μεγάλο μέρος των εσόδων των ιδρυμάτων προέρχεται από κληροδοτήματα και δωρεές. Η ιδιωτική πρωτοβουλία απ’την ίδια της την φύση δημιουργεί ισχυρότερους δεσμούς ανάμεσα στο ίδρυμα και τους stakeholders του (προσωπικό, γύρω κοινότητα, φοιτητές και οικογένειές τους, απόφοιτους, φίλους). Αυτό εξηγείται εν μέρει από το «αίσθημα ιδιοκτησίας» που δημιουργείται ανάμεσα στους ευεργέτες ενός ιδιωτικού ιδρύματος, πράγμα το οποίο είναι πιο δύσκολο να εκδηλωθεί όταν το πανεπιστήμιο ανήκει στο σύνολο, όντας δημόσιο. Εκτός των άλλων, τα ιδιωτικά ιδρύματα είναι πιο απελευθερωμένα από εθνικές επιταγές σχετικά με την αυτοκυβέρνησή τους και τον τρόπο που διαχειρίζονται τον προϋπολογισμό τους διευκολύνοντας την μέγιστη εκμετάλλευση μιας δωρεάς στις κατευθύνσεις που οι ευεργέτες μπορούν και θέλουν να επηρεάσουν.
Σκεφτείτε μονάχα πως ακόμα και η γειτονική Τουρκία εδώ και δεκαετίες επιτρέπει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Στα δημόσια μας ΑΕΙ/ΤΕΙ οι χαμηλοί κρατικοί μισθοί σε συνδυασμό με το αντιπαραγωγικό σύστημα μονιμότητας και έλλειψης αξιολόγησης κάνουν τη χώρα μας έναν απ’τους λιγότερο δελεαστικούς τόπους στην υφήλιο να κάνει ένας επιστήμονας μεγάλου βεληνεκούς σοβαρή καριέρα. Πόσο άλλο να βρει τη διέγερση να εξασκήσει αυτό που με κόπους και θυσίες έχει διδαχθεί.
Γενικώς το μέλλον διαγράφεται δύσκολο αν δεν αλλάξουμε πορεία άμεσα και δραστικά…
—————————————————–
Βιβλιογραφία
1. Παπαδάκη Ν.Ε., Η Παλίμψηστη Εξουσία: Κράτος, Πανεπιστήμιο και Εκπαιδευτική Πολιτική στην Ελλάδα (Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2004)
2. Μπένου Σ.Ε., Ο Νόμος 1268/82 και οι μεταγενέστερες ρυθμίσεις για τα ΑΕΙ (Εκδόσεις Γ. Μπένου, Αθήνα 2003)
3. Πουλή Π.Ε., Εκπαιδευτικό Δίκαιο και Θεσμοί (Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004)
4. The role of the universities in the Europe of knowledge. (2003, February 5). Commission of the European Communities. COM(2003) 58 final. Ανάκτηση 25 Φεβρουαρίου 2006 από http://europa.eu.int/eur-lex/en/com/cnc/2003/com2003_0058en01.pdf [7]
5. Νομοθεσία Ερευνητικής και Τεχνολογικής Ανάπτυξης. Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας. Ανάκτηση 26 Φεβρουαρίου 2006 από http://www.gsrt.gr/default.asp?V_ITEM_ID=2170 [8]
6. Act now to boost research and innovation “before it’s too late”! (2006, February 24). European Research Headlines. Ανάκτηση 26 Φεβρουαρίου 2006 από http://europa.eu.int/comm/research/headlines/news/article_06_02_24_en.html [9]
7. FP6 assessment with a focus on instruments and with a forward look to FP7 (2005, April). European Research Advisory Board Final Report. EURAB 05.014 Ανάκτηση 25 Φεβρουάριου 2006 από http://europa.eu.int/comm/research/eurab/pdf/eurab_05_014_wgi_final_report_en.pdf [10]
8. R&D expenditure in Europe – First preliminary data: EU-25 R&D expenditure as a share of GDP stable at 1.9% in 2004 (2006, February 24). Eurostat. Ανάκτηση 26 Φεβρουαρίου 2006 από http://epp.eurostat.cec.eu.int/cache/ITY_OFFPUB/KS-NS-06-006/EN/KS-NS-06-006-EN.PDF [1]
9. Why Europe needs research spending (2005, June 9). European Commission. MEMO 05/199. Ανάκτηση 3 Μαρτίου 2006 από http://europa.eu.int/rapid/pressReleasesAction.do?reference=MEMO/05/199&format=PDF&aged=1&language=EN&guiLanguage=en [11]