Είμαστε αναλογικά πρώτοι στην ΕΕ σε αριθμό φοιτητών. Επίσης, είμαστε αναλογικά πρώτοι σε φοιτητική μετανάστευση στο εξωτερικό. Σε απόλυτο αριθμό, οι φοιτητές εξωτερικού υπολογίζονται σε 60.000, που έρχονται να προστεθούν στις 220.000 φοιτητές εσωτερικού. Άλλοι 20.000 έφηβοι σπουδάζουν σε ιδιωτικά Κολλέγια. Τέλος, περί τις 68.000 νέοι σπουδάζουν στα 400 και πλέον προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών που λειτουργούν στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Από τα κοινοτικά στοιχεία προκύπτει ότι όσο πιο ανεπτυγμένη είναι μια χώρα – μέλος, τόσο μεγαλύτερο ποσοστό από τα παιδιά της βρίσκεται σε κάποια βαθμίδα εκπαίδευσης. Πώς εξηγείται η παράδοξη αυτή φιλομάθεια στη χώρα ουραγό, όχι μόνο στην ανάπτυξη, αλλά και στην έρευνα και στην καινοτομία, ακόμη και στην ανάγνωση εφημερίδων και βιβλίων;
Δε χρειάζεται πολλή σκέψη. Η «φιλομάθεια» είναι το αποτέλεσμα της ανασφάλειας σε μια χώρα που δεν διαθέτει παραγωγή, ώστε να απορροφήσει ορθολογικά το ανθρώπινο δυναμικό της. Τις ολοένα και περισσότερες σπουδές τις θέλουν τα περισσότερα παιδιά για να τις εμπορευτούν: να τις ανταλλάξουν, με μια θέση εργασίας και ασφάλειας. Στο δημόσιο προφανώς. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα και ο μεγάλος καυγάς για τα «επαγγελματικά δικαιώματα». Ο ιδιωτικός τομέας αδιαφορεί παντελώς αν είσαι απόφοιτος ΑΕΙ ή ΤΕΙ και ποιας ειδικότητας. Ενδιαφέρεται αποκλειστικά αν ξέρεις να κάνεις τη ζητούμενη δουλειά. Άσε που δεν εξασφαλίζει την πολυπόθητη ασφάλεια.
Με τέτοια κοινωνική φόρτιση, το ζήτημα του ποιος θα μπει στη χορεία των εκλεκτών, είναι κρίσιμο κοινωνικό πρόβλημα. Αφού οι ανώτερες σπουδές καλούνται να εξαλείψουν την ανασφάλεια, δεν επιτρέπεται η ανασφάλεια να παρεισφρέει στον τρόπο εισαγωγής. Στη χώρα με πρωτιά στη διαφθορά, έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος που να εξασφαλίζει αδιάφθορη επιλογή.
Παλιότερα, το σύστημα ήταν αποκεντρωμένο. Κάθε πανεπιστήμιο έκανε τις δικές του εξετάσεις. Ο υποψήφιος εξεταζόταν μέχρι και 10 φορές. Κάθε φορά σε 4 έως 6 μαθήματα. Αυτό το αποκεντρωμένο σύστημα καταργήθηκε, όχι διότι ήταν βασανιστικό για τους εξεταζόμενους, αλλά διότι ήταν διεφθαρμένο, από τους τότε πανεπιστημιακούς.
Το 1964 αντικαταστάθηκε από το συγκεντρωτικό. Τα θέματα των εξετάσεων δίνονταν από το υπουργείο παιδείας. Το σύστημα λειτούργησε με διάφορες παραλλαγές, που έκαναν σχεδόν όλοι οι υπουργοί, δηλώνοντας κάθε φορά ότι πρόκειται για βελτίωση. Ζήσαμε τις παραλλαγές «πανελλήνιες», «πανελλαδικές», «δέσμες», «κατευθύνσεις» κλπ. Κάθε φορά διέφερε ο αριθμός των μαθημάτων στα οποία γινόταν η εξέταση. Κάποιες φορές οι εξετάσεις ήταν στην ύλη όχι του τελευταίου, αλλά των δυο τελευταίων ετών. Επίσης, άλλες φορές υπήρχαν βάσεις: αν ο βαθμός της εξέτασης ήταν κάτω από τη βάση, αυτό σήμαινε ότι ο εξεταζόμενος ήταν ακατάλληλος για ανώτερες σπουδές. Άλλες φορές, προτεραιότητα ήταν να γεμίσουν όλες οι θέσεις σε όλα τα ιδρύματα, οπότε δεν υπήρχαν βάσεις. Αυτή η προτεραιότητα έγινε και «κεκτημένο», το οποίο υπερασπίζονταν οι σουβλατζήδες και οι ιδιοκτήτες φοιτητικών δωματίων των πόλεων που οι πολιτικοί τους κατάφερναν να αποκτήσουν κάποια ανώτερη σχολή. Τι θέμα έφτασε σε δυναμικές κινητοποιήσεις 42 πόλεων, που αντιπροσώπευαν 18.000 κενές θέσεις.
Ο Πάσχος Μανδραβέλης θυμάται ότι, με την εξαίρεση δύο ετών (1980 και 2006) ουδείς έχει να προσάψει το παραμικρό κρούσμα διαφθοράς στην εν λόγω διαδικασία. Έχει δίκιο. Ποιο ήταν όμως το κόστος; Πρώτον, αστυνομικά μέτρα εναντίον των διαρροών από τους ασυνείδητους αρμοδίους και εναντίον των σκονακίων, των σημειωμάτων στις τουαλέτες, της ασύρματης επικοινωνίας με φροντιστές κλπ.
Δεύτερο και σημαντικότερο, όμως, ήταν το μέτρο ενάντια στις «υποκειμενικές» βαθμολογίες. Για να εξαλειφθεί αυτό το κομμάτι της διαφθοράς, έπρεπε ο διορθωτής να μην έχει καμία δυνατότητα να κρίνει αν ο εξεταζόμενος έχει ή δεν έχει γνώσεις και κριτικό πνεύμα, όπως -για τον ίδιον λόγο- ο εφοριακός πρέπει να μην έχει καμία δυνατότητα να κρίνει τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα ενός ακινήτου για να προσδιορίσει τη φορολογητέα αξία του. Για το δεύτερο εφευρέθηκε η «αντικειμενική αξία». Για το πρώτο εφευρέθηκε η παπαγαλία. Ο διορθωτής βαθμολογεί όχι την ευστροφία του εξεταζόμενου, αλλά το πόσο κοντά είναι αυτά που γράφει σε αυτά που υπάρχουν στο βιβλίο. Γι’ αυτό η εξεταστέα ύλη, σε αντίθεση με εκείνη του αποκεντρωμένου συστήματος, είναι πολύ συγκεκριμένη και αν κάποιο θέμα ξεφύγει, δημιουργείται κοινωνικός σάλος. Ελάχιστοι διαμαρτύρονται γι’ αυτόν τον πνευματικό ευνουχισμό των παιδιών. Η ρήτρα της αδιάφθορης «αντικειμενικής» διαδικασίας εισαγωγής είναι σημαντικότερη από τη ρήτρα της κριτικής σκέψης. Μήπως για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης επιζητούνται οι ανώτερες σπουδές, ή για καμιά θεσούλα στο δημόσιο;
Δεν αναμένω λοιπόν κάτι διαφορετικό από τις εξαγγελίες του νυν υπουργού για αλλαγή των εισαγωγικών εξετάσεων.
Διονύσης Γουσέτης