Ο ΟΗΕ δεν μπόρεσε να καταλήξει σε επίσημο ορισμό του όρου «τρομοκρατία», επειδή δεν υπήρξε συναίνεση. Ο λόγος είναι ότι κανένα άτομο και καμία ομάδα στον κόσμο δεν αυτοπροσδιορίζεται ως «τρομοκρατική». Αυτό οδήγησε διάφορους υπεραριστερούς να σπεκουλάρουν στον ορισμό:
«Τρομοκράτες είναι αυτοί που το κατεστημένο ονομάζει τρομοκράτες».
Ωστόσο, ο «ακαδημαϊκά συναινετικός ορισμός» του ΟΗΕ, που διατυπώθηκε από τον A.P. Schmid (1988) και χρησιμοποιείται ευρέως από τους κοινωνιολόγους έχει ως εξής:
«Τρομοκρατία είναι οι επανειλημμένες πράξεις βίας με στόχο την πρόκληση φόβου ή ανησυχίας πληθυσμού ή τμήματός του, από παράνομο ή ημιπαράνομο άτομο, ομάδα ή κρατική οντότητα, με κίνητρα ψυχολογικά, εγκληματικά ή πολιτικά. Αντίθετα με τη δολοφονία, οι κύριοι στόχοι δεν είναι τα άμεσα θύματα της τρομοκρατίας. Είναι ο πληθυσμός στον οποίο επιδιώκεται να επιβληθεί ο φόβος ή η ανησυχία. Τα άμεσα θύματα συνήθως επιλέγονται είτε τυχαία (στόχοι ευκαιρίας), είτε επιλεκτικά (στόχοι συμβολισμού) από μια καθορισμένη ομάδα και χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση του μηνύματος.
Μεταξύ των δραστών (τρομοκρατών), των εκτεθειμένων σε κίνδυνο θυμάτων και του πληθυσμού (που είναι ο κύριος στόχος), υπάρχει μια επικοινωνία βασισμένη στην απειλή και στη βία. Αυτή η επικοινωνία χρησιμοποιείται από τους τρομοκράτες για τον χειρισμό του πληθυσμού που αποτελεί τον κύριο στόχο (ακροατήριο), με σκοπό να τον καταστήσει αντικείμενο φόβου, είτε αντικείμενο απαιτήσεων είτε αντικείμενο προσοχής, ανάλογα με το αν επιζητείται ο εκφοβισμός, ο εξαναγκασμός ή η προπαγάνδα».
Αυτή η «μόδα» ξεπεράστηκε στην Ευρώπη. Ζει ακόμα σε καθυστερημένες χώρες όπως η δικιά μας, όπου υπάρχει ακόμα ζωντανή η παράδοση του «παίρνουμε το νόμο στα χέρια μας». Οι φονιάδες του νεοπαγούς «Επαναστατικού Αγώνα» εντάσσονται πλήρως στον ορισμό. Το ίδιο και τα θύματά τους που κυρίως είναι αστυνομικοί. Με παρόμοια παιδαριώδη φλυαρία, όπως εκείνη της 17Ν, προσπαθούν να μας κάνουν συνεργούς, ή τουλάχιστον οπαδούς της δολοφονικής τους δράσης. Προσπαθούν να μας προσηλυτίσουν ενάντια στη βία του κράτους, τη μόνη νόμιμη, τη μόνη που μπορεί να υφίσταται την κριτική μας, διότι είναι η μόνη που λογοδοτεί. Προσπαθούν να μας πλασάρουν, αντ’ αυτής, τη δική τους βία, που είναι εκτός κριτικής, διότι δε λογοδοτεί πουθενά. Προσπαθούν με το αίμα να αποκτήσουν δημοσιότητα και αναγνωσιμότητα.
Όμως οι καιροί πιστεύω πως άλλαξαν. Ελπίζω ότι δεν θα ξαναδούμε διανοούμενους και δημοσιογράφους να τους αποκαλούν «ένοπλους συντρόφους», να διαλέγονται δημόσια μαζί τους, να μας αναλύουν την «αισθητική της βίας», να μας εξηγούν ότι πρόκειται για «ιδεολόγους», να τους παρομοιάζουν με τον Κανάρη, να τρέχουν μάρτυρες υπεράσπισης -αναλωνόμενοι σε αμπελοφιλοσοφίες στο δικαστήριο- σε όσους από αυτούς συλλαμβάνονται.
«Θέλουμε να ρεζιλέψουμε την αστυνομία», γράφουν τα θρασύδειλα παλικάρια στο προπαγανδιστικό μανιφέστο τους. Αλίμονο. Η αστυνομία δεν έχει ανάγκη από αυτούς για να ρεζιλευτεί. Τα καταφέρνει και μόνη της. Στις μεν καταστροφές, τους εμπρησμούς, τις λεηλασίες του περασμένου Δεκέμβρη, έμεινε αμέτοχη, αφήνοντας τους πολίτες στο έλεος του αφηνιασμένου όχλου. Αντίθετα, στο ειρηνικό πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο της 9ης του Γενάρη, τα έκανε γης μαδιάμ.
Οι μέθοδοι της αστυνομίας μας είναι τόσο επαρχιώτικοι και τόσο καθυστερημένοι, όσο και η κοινωνία μας. Έχει άγνοια των συγχρόνων μεθόδων αποτροπής επεισοδίων και προστασίας των πολιτών. Γνωρίζει μόνο το στειλιάρι, όπως στα παλιά ηρωικά χρόνια του μετεμφυλιακού κράτους. Γνωρίζει και τους φακέλους, που τους γεμίζουν χαφιέδες μειωμένης αντίληψης, εργατικότητας και συνείδησης καθήκοντος. Μ’ αυτά τα εργαλεία δούλευε -κυνηγώντας παλιούς αντιστασιακούς- και γι’ αυτό η 17Ν έμενε ασύλληπτη για περισσότερο από 2 δεκαετίες, μέχρι που ήρθαν οι Άγγλοι αστυνομικοί και τη ρεζίλεψαν, κάνοντας τη δουλειά για λογαριασμό μας.
Ωστόσο, η αστυνομία μας δεν έβαλε μυαλό. Δεν έμαθε τίποτα από τους Άγγλους και δουλεύει με τα ίδια εργαλεία, συνεχίζοντας να ρεζιλεύει τον εαυτό της και εξοργίζοντας τους πολίτες. Στις 11 το βράδυ τ’ Αϊ Γιαννιού, διέπραξαν μια μέγιστη ανοησία, μαζί και παρανομία και κυρίως ασέβεια. Χτύπησαν την πόρτα του Σωτήρη Αναστασιάδη, της συντρόφου του Μιράντας Τερζοπούλου και της κόρης τους Ιφιγένειας. Ο Σωτήρης, μαζί με τον Μίμη Δαρειώτη και τον Γιάννη Νίκα, στελέχη του αντιδικτατορικού Πατριωτικού Μετώπου, είχαν επικηρυχτεί από τη χούντα ως βομβιστές. Παρ’ όλο που ακόμα και το ίδιο το στρατοδικείο της χούντας τους είχε αθωώσει, οι ηλίθιοι ασφαλίτες θέλησαν να κάνουν έρευνα στο σπίτι του και μάλιστα παράνομα. Χωρίς ένταλμα από εισαγγελέα. Κυρίως χωρίς οι χαφιέδες να έχουν ενημερώσει τους φακέλους τους, ότι το Σωτήρη τον χάσαμε πριν τρία χρόνια. Μα με τι επιχειρήματα να υπερασπιστείς μια τέτοια αστυνομία;
Διονύσης Γουσέτης