του Βασίλη Βασσάλου*
Για να κατανοήσουμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανώτατη εκπαίδευση, είναι χρήσιμο να δούμε ποιος είναι ο ρόλος και η αποστολή του πανεπιστημίου -που παραμένουν ίδιοι από καταβολής της ανώτερης εκπαίδευσης. Ο ρόλος του πανεπιστημίου είναι διττός και αφορά στη διδασκαλία και στη διεξαγωγή έρευνας. Με άλλα λόγια, ρόλος του είναι η παραγωγή νέας γνώσης και η «καθοδήγηση» των νέων φοιτητών σε μια ευρύτερη, βαθύτερη αλλά και δημιουργικότερη διανοητική κατάσταση. Η απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων, η ανάπτυξη κριτικού πνεύματος, και συλλογιστικών ικανοτήτων, η αναλυτική σκέψη και η αγάπη για την αναζήτηση της γνώσης, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της διδακτικής του αποστολής.
Οι πολιτικοί επιστήμονες βλέπουν σε αυτή την αποστολή ένα χαλαρό κοινωνικό συμβόλαιο. Και ο λόγος είναι απλός. Για να είναι σε θέση το πανεπιστήμιο να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην κοινωνία, το κοινωνικό σύνολο θα πρέπει με τη σειρά του να προσφέρει στα πανεπιστήμια τους πόρους αλλά και την εμπιστοσύνη του. Επομένως, το πανεπιστήμιο και ως εκ τούτου η αποστολή του, (ανεξαρτήτως ιδρυτικού φορέα) ενέχει τον παράγοντας της ευθύνης έναντι της κοινωνίας.
Παραδοσιακά όμως, το πανεπιστήμιο διαδραματίζει δυο ακόμα ρόλους. Η προβληματική που αναπτύσσει, για διάφορα θέματα, οδηγεί στην ανάπτυξη πρωτοποριακών θεωριών ή ιδεών, πολλές φορές αντίθετων των κοινωνικά αποδεκτών. Και εδώ έγκειται ο προνομιακός ρόλος του πανεπιστημίου που καλείται να προσφέρει ασφαλές καταφύγιο σε ιδέες και απόψεις όλων των αποχρώσεων, ακόμα των πλέον ριζοσπαστικών ή αμφιλεγόμενων. Και αυτό είναι το πραγματικό νόημα του ασύλου, που καμιά σχέση δεν έχει με τη σημερινή άθλια κατάσταση, όπου η βία και η απειλή βίας από φασίζουσες μειοψηφίες επικρέμονται της ακαδημαϊκής κοινότητας με την ανοχή της κοινωνίας.
Επιπλέον, ο ρόλος της δημόσιας εκπαίδευσης γενικά, κυρίως της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας, αλλά σε ένα βαθμό και του πανεπιστημίου, είναι να παρέχει ίσες ευκαιρίες προόδου στους πολίτες ανεξάρτητα από τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της αφετηρίας τους.
Σήμερα τα πανεπιστήμια διεθνώς αντιμετωπίζουν πολλές προκλήσεις για να ανταποκριθούν στην αποστολή τους, και το ελληνικό πανεπιστήμιο αντιμετωπίζει πολύ περισσότερες.
Η πρώτη παγκόσμια πρόκληση είναι η μεγάλη και συνεχής αύξηση της ζήτησης για το αγαθό που παρέχει. Διάφοροι λόγοι έχουν καταστήσει ατομικά επιθυμητή και κοινωνικά και ατομικά απαραίτητη την πανεπιστημιακή εκπαίδευση σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό πολιτών – κυρίως νέων, αλλά όχι μόνο. Στις ραγδαία αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας, όπως η Κίνα και η Ινδία, στις τάξεις των αποφοίτων πανεπιστημίου θα προστεθούν τα επόμενα χρόνια πολλά εκατομμύρια πολιτών. Είναι προφανές ότι για κάθε πανεπιστήμιο, με δεδομένους ανθρώπινους και φυσικούς πόρους, υπάρχουν όρια στον αριθμό των ατόμων που μπορεί να δεχτεί χωρίς να υπονομεύεται η ακαδημαϊκή διαδικασία. Στα περισσότερα ελληνικά πανεπιστήμια τα όρια αυτά έχουν ξεπεραστεί προ πολλού. Η πρώτη, σοβαρότατη αλλά όχι η μόνη, απώλεια ήταν το ακαδημαϊκό «κλίμα», το απροσδιόριστο αίσθημα κοινότητας που σου δημιουργεί η είσοδος σε ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα για πρώτη φορά, είτε ως φοιτητής είτε ως καθηγητής. Τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν το προσφέρουν αυτό στους φοιτητές τους εδώ και πολλά χρόνια..[1]
Η δεύτερη πρόκληση έρχεται από τις αυξημένες απαιτήσεις ορισμένων κοινωνιών για απευθείας συνεισφορά των πανεπιστημίων στην οικονομική ανάπτυξη, για παραγωγή νέας γνώσης με άμεσα, ή σχεδόν άμεσα, οικονομικά αποτελέσματα. Η απαίτηση για άμεση συνεισφορά κάθε (ή σχεδόν κάθε) κομματιού επιστημονικής έρευνας στην οικονομική ανάπτυξη «μεταφράζεται» σε αλλαγή των όρων του κοινωνικού συμβολαίου με το πανεπιστήμιο. Μεταφράζεται επίσης στην παράβλεψη του γεγονότος ότι η κύρια διασύνδεση του πανεπιστημίου με την οικονομική δραστηριότητα είναι η συνεχής διοχέτευση ικανών και κατάλληλα εφοδιασμένων ανθρώπων στην κοινωνία. Άποψη η οποία εκφράζεται σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Τα πανεπιστήμια αντιμετωπίζουν την πρόκληση της διαρκώς αυξανόμενης γνώσης – πρόκληση που είναι και αποτέλεσμα της επιτυχίας τους. Τι πρέπει να μάθει από τον ολοένα αυξανόμενο όγκο γνώσης ο νέος φοιτητής; Ποιο πρέπει να είναι το ανθρωπιστικό και το επιστημονικό του υπόβαθρο; Πόσο εξειδικευμένο πρέπει να είναι; Σε αυτές τις ερωτήσεις προσπαθούν τα πανεπιστήμια παγκοσμίως να δώσουν απάντηση.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα εκτός από αυτές τις μεγάλες και ευπρόσδεκτες – ας ελπίσουμε – προκλήσεις το πανεπιστήμιο αντιμετωπίζει και μια σειρά άλλες, αποτέλεσμα της ατελούς ανάπτυξης μιας φιλελεύθερης κοινωνίας.
Πρώτον, το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον δεν ευνοεί την κριτική σκέψη, την αμφιβολία, την αμφισβήτηση και την αναζήτηση. Έτσι, δεν κοιτά προς τα πανεπιστήμια για τις νέες ιδέες που θα ανανεώσουν και θα ταρακουνήσουν την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Συναφές με αυτό είναι ότι η κοινωνία μας επιδεικνύει τις τελευταίες δεκαετίες απέχθεια για το ρίσκο, βλέπει κινδύνους και όχι ευκαιρίες σε κάθε τι νέο. Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα περιβάλλον αρνητικό για την αποδοχή του πανεπιστημίου από την κοινωνία – αποδοχή απαραίτητη για την ουσιαστική εκπλήρωση της αποστολής του. Επιπλέον, ο δεύτερος πυλώνας της πανεπιστημιακής αποστολής, η έρευνα, αυτόνομα ιδωμένος, έχει ακόμα χαμηλότερη κοινωνική αποδοχή. Δεν προκαλεί το κοινωνικό ενδιαφέρον, ούτε το ενδιαφέρον των αρμοδίων εντολοδόχων της κοινωνίας, των κυβερνήσεων και του ΥΠΕΠΘ. Αποκύημα αυτής της κατάστασης είναι η τραγική υποχρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης και της έρευνας.
Δεύτερον, το περιεχόμενο του συμβολαίου κοινωνίας-πανεπιστημίου έχει σημαντικά παραφθαρεί: οι απαιτήσεις της κοινωνίας αλλού έχουν κατέβει επικίνδυνα (πχ απαίτηση για ανάπτυξη καλλιέργειας, κριτικής σκέψης, αγάπης για τη γνώση) και αλλού έχουν παραστρατήσει (το πανεπιστήμιο ως μηχανή παραγωγής πιστοποιητικών για το ΑΣΕΠ ή ως τόπος απλής πιστοποίησης ποιος ξέρει πως αποκτηθείσας γνώσης.)
Τρίτον, το πανεπιστήμιο έχει να αντιμετωπίσει την ανορθολογική αντίληψη περί ελληνικής ιδιαιτερότητας, την πεποίθηση ότι η Ελλάδα, μόνη μεταξύ των ανεπτυγμένων κρατών, είναι «ειδική περίπτωση» — γι’ αυτό προφανείς λύσεις σε παλιά προβλήματα δεν μπορούν να εφαρμοστούν στη χώρα μας! Ο οικουμενικός χαρακτήρας και αποστολή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σημαίνει ότι τα πανεπιστήμια στην Κίνα, τη Σουηδία και στην Ελλάδα μπορούν και πρέπει να διδαχθούν το ένα από το άλλο.
Τέταρτον, στη χώρα μας δυστυχώς δεν έχουν ριζώσει ακόμα οι αρχές μιας φιλελεύθερης κοινωνίας, με πρώτη αρχή την κοινωνία των νόμων. Ο Νόμος δεν αντιμετωπίζεται ως εξασφάλιση της ελευθερίας μας αλλά ως κάτι έξω από μας, που μας περιορίζει αυθαίρετα, και έχουμε το δικαίωμα, και ενίοτε την υποχρέωση, να τον παραβιάζουμε ανάλογα με το ατομικό μας συμφέρον. «Πακέτο» με αυτή την ατμόσφαιρα διάχυτης ανομίας πάει και η έλλειψη παράδοσης κριτικού ελέγχου, που οδήγησε εύκολα την τελευταία εικοσαετία στην απαξίωση σχεδόν κάθε έννοιας αξιολόγησης, και στην άρνηση ακόμα και της δυνατότητας για αμερόληπτη κρίση. Η αξιολόγηση, αντί να αντιμετωπίζεται ως ατομική και συλλογική ευθύνη που σκοπεύει στην ατομική και συλλογική βελτίωση, ελλεεινολογείται, υπονομεύεται και εν τέλει μεταφέρεται ως αρμοδιότητα μονίμως σε … κάποιον άλλον. Το αποτέλεσμα: Η αποποίηση ευθυνών σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο έχει γίνει το αγαπημένο μας σπορ και, ελλείψει ελέγχου, η αίσθηση του καθήκοντος έχει ατονήσει. Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας αντιμετώπισης στη λειτουργία των πανεπιστημίων και των οργάνων τους είναι φαντάζομαι προφανείς.
Πέμπτο: Αποτέλεσμα αλλά και αιτία της έλλειψης παράδοσης κριτικού ελέγχου είναι η γενικευμένη καχυποψία, η συγκρουσιακή διάθεση και η έλλειψη καλής θέλησης, οι επιδεικνύοντες την οποία χαρακτηρίζονται συνήθως κορόιδα. Στο χώρο του πανεπιστημίου, η γενικευμένη καχυποψία έχει οδηγήσει στο ξέφτισμα των δεσμών μεταξύ των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας.[2] Ο φοιτητής π.χ. δίνει στον καθηγητή το δικαίωμα να τον διδάξει – μπορεί και πρέπει να αντιμετωπίζει με κριτικό πνεύμα το αντικείμενο της διδασκαλίας, αλλά δεν μπορεί να αντιμετωπίζει με καχυποψία το διδάσκοντα, και να περιμένει να δώσει καρπούς η διαδικασία. Αν ο φοιτητής φοβάται ότι ο καθηγητής «του την έχει στημένη», είτε για να τον αποβλακώσει και να τον μετατρέψει σε «υποχείριο των πολυεθνικών», είτε, πιο πεζά, για να του στερήσει το πτυχίο του, αν ο καθηγητής φοβάται ότι ο φοιτητής μπορεί να τον προπηλακίσει ή να τον εμποδίσει να πάει στο γραφείο του, δεν είναι δυνατόν να εκτελέσει το πανεπιστήμιο την αποστολή του.
Μια κοινωνία με τα παραπάνω χαρακτηριστικά φυσικά δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Δεν μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος ότι θα μπορέσεις με τις δικές σου δυνάμεις να προοδεύσεις. Χρειαζόμαστε λοιπόν συμμάχους και οδηγούς – το κόμμα μας. Η κομματοκρατία δημιουργεί τις πλέον αρνητικές συνθήκες λειτουργίας μέσα στα πανεπιστήμια, καθώς εμποδίζει την καλλιέργεια ενιαίας πανεπιστημιακής κοινότητας που πρέπει να συνδιαλέγεται και να συζεί με βάση τις ακαδημαϊκές αναζητήσεις – και αποτελεί την έκτη πρόκληση που αντιμετωπίζει το ελληνικό πανεπιστήμιο.
Η τελευταία πρόκληση για τα πανεπιστήμιά μας είναι η αντιμετώπιση του κράτους «πατερούλη». Η νομοθετική εξουσία έχει προικίσει το πανεπιστήμιο με ένα θεσμικό πλαίσιο-ζουρλομανδύα. Η εκτελεστική εξουσία, ερμηνεύοντας κατά το δοκούν την ευθύνη του πανεπιστημίου να υπόκειται σε κοινωνικό έλεγχο και λογοδοσία, ασκεί ασφυκτικό ισοπεδωτικό κεντρικό έλεγχο σε κάθε πτυχή της λειτουργίας του πανεπιστημίου – έλεγχο που ισοδυναμεί με (ανίκανη) συν-διοίκηση (και συχνά νέτη σκέτη ανίκανη διοίκηση: π.χ. ο «άνωθεν» αυθαίρετος καθορισμός των εισακτέων).
Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ [1] είχε πει σε μια εκδήλωση στη Νομική Σχολή το 2004 ότι καθένας έχει το πανεπιστήμιο που του ταιριάζει και το πανεπιστήμιο που του αξίζει. Το ελληνικό πανεπιστήμιο πρέπει να επιτελέσει την αποστολή του αντιμετωπίζοντας όλες αυτές τις προκλήσεις – και πάλι καλά πάει![3] Θα κάνει ποιοτικό άλμα το 2007, ή το 2008; Αν συνεχίσει στο ίδιο περιβάλλον, θα είναι θαύμα αν δεν συνεχίσει να χάνει έδαφος στην εκτέλεση της αποστολής του.
Του χρόνου ελπίζω να προσπαθήσουμε σκληρότερα για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότερα τις «εσωτερικής φύσεως» προκλήσεις: Την καχυποψία μεταξύ των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, την ιδιοτέλεια ή την αδιαφορία που υποκαθιστά το καθήκον, την έλλειψη πνεύματος κριτικού ελέγχου και αξιολόγησης ως μέσου βελτίωσης, την κομματοκρατία (υπάρχουν τρόποι να την αντιμετωπίσουμε και με το υπάρχον νομικό πλαίσιο), τη γενικευμένη ανομία, τον ανορθολογισμό της «ελληνικής ιδιαιτερότητας». Η αντιμετώπισή τους θα δώσει συνολικά ώθηση προς τα μπρος και θα μας επιτρέψει να εστιαστούμε στις παγκόσμιες προκλήσεις. Η ανοιχτή συζήτηση των θεμάτων της ανώτατης εκπαίδευσης πρέπει φυσικά να συνεχιστεί. Ελπίζω να περιοριστεί κι άλλο η αυτολογοκρισία και ο φόβος να θιγούν ιερές αγελάδες — δε συνάδουν με το ρόλο του πανεπιστημιακού δασκάλου.
Για τα υπόλοιπα, που εναπόκεινται σε εξωπανεπιστημιακούς παράγοντες: τα όποια μέτρα ληφθούν το 2007 θα είναι τόσο πιο χρήσιμα όσο πιο γρήγορα δώσουν ορατά θετικά αποτελέσματα στην πανεπιστημιακή κοινότητα και την κοινωνία, και όσο καλύτερα και ειλικρινέστερα αιτιολογηθούν με γνώμονα την εκτέλεση της αποστολής του πανεπιστημίου. Σε αυτή την περίπτωση, θα συνεισφέρουν στην αλλαγή νοοτροπίας και αντιμετώπισης για την ανώτατη εκπαίδευση, αλλαγή που έχει ήδη αρχίσει.
Καλή χρονιά!
—————————————————————————–
Δημοσιεύτηκε στο τεύχος “Η Ελλάδα το 2007” που κυκλοφόρησε μαζι με την ελληνική μετάφραση του World in 2007 του Economist από την Καθημερινή
* Ο κ. Βασίλης Βασσάλος είναι Επίκουρος Καθηγητής Πληροφορικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Υποσημειώσεις:
[1] – Φοιτητής μου που επέστρεψε πριν λίγα χρόνια από το Πανεπιστήμιο της Νίκαιας στη Γαλλία, όπου είχε πάει με πρόγραμμα ανταλλαγής, όταν τον ρώτησα πως του φάνηκε, μου απάντησε «πολύ ωραία ήταν, δεν ήταν σαν πανεπιστήμιο». Τόσο έχουμε ξεφύγει…
[2] – Με το ελληνικό μοντέλο του συνδικαλίζεσθαι, π.χ., πώς να εφαρμοστεί το σκανδιναβικό μοντέλο ανάπτυξης ή το φιλανδικό μοντέλο λειτουργίας της ανώτατης εκπαίδευσης;
[3] – Αυτό δεν σημαίνει έλλειψη ευθύνης των πανεπιστημιακών, και των φοιτητών: κάποιες από τις προκλήσεις τις δημιουργούν μόνοι τους…