ΓΙΑΤΙ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Ιαν 11th, 2006 | Γεώργιος Μπήτρος| Κατηγορία: Ελλάδα, Παιδεία | Email This Post | Print This Post |του Γεωργίου Κ. Μπήτρου 1 ,2 ,3
“Εάν είχα να επιλέξω μεταξύ ενός ιδιωτικού και ενός δημόσιου μονοπωλίου θα επέλεγα το ιδιωτικό γιατί αυτό είναι διεκδικήσιμο”
Milton Friedman, Βραβείο Νομπέλ στα Οικονομικά
1. Εισαγωγή
Σε άρθρο μου από κοινού με τον επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού πανεπιστημίου κ. Ευθύμιο Τσιώνα, το οποίο δημοσιεύθηκε το 2004 στο γνωστό Αγγλικό περιοδικό Oxford Bulletin of Economics and Statistics, συγκρίναμε την αποτελεσματικότητα ενός δείγματος έμμεσα δημόσιων επιχειρήσεων με ένα δείγμα ιδιωτικών επιχειρήσεων που λειτουργούσαν κατά την περίοδο 1979-1988 σε 9 κλάδους της Ελληνικής βιομηχανίας. Μεταξύ των άλλων αποτελεσμάτων βρήκαμε ότι η συνολική αναποτελεσματικότητα στην χρήση των οικονομικών πόρων για τις ιδιωτικές και για τις δημόσιες επιχειρήσεις ήταν 63.5 % και 102.2% αντίστοιχα. Έτσι καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις σε σχέση με τις ιδιωτικές ήταν 61% περισσότερο αναποτελεσματικές. Συνεπώς θεμελιώσαμε την πρόταση ότι η δημόσια ιδιοκτησία και διαχείριση των οικονομικών πόρων, ακόμη και κάτω από καθεστώς προχωρημένου εγχώριου και διεθνούς ανταγωνισμού, οδηγεί εγγενώς σε σημαντική αναποτελεσματικότητα.
Η πρόταση αυτή ισχύει κατά μείζονα λόγο στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, όπου ο ανταγωνισμός έχει αποκλειστεί με μια αναχρονιστική συνταγματική διάταξη. Επειδή η χώρα μας: α) δεν διαθέτει την πολυτέλεια της αναποτελεσματικότητας του δημόσιου μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση β) όλη η επιχειρηματολογία των υποστηρικτών του status quo βασίζεται σε ιδεοληψίες οι οποίες δεν αντέχουν σε κριτική από την σκοπιά της αρχής της γενικής σπανιότητας των πόρων, σύμφωνα με την οποία πρέπει να επιλέγονται εκείνες οι διαδικασίες οι οποίες αποδίδουν το καλύτερο αποτέλεσμα με το μικρότερο κόστος, και γ) όσο καθυστερεί η εισαγωγή ανταγωνισμού, η αναποτελεσματικότητα στην ανώτατη εκπαίδευση θα αυξάνεται, στο παρόν εξετάζω τα ακόλουθα. Πρώτο, παραθέτω τα κύρια επιχειρήματα που συνηγορούν κατά του δημόσιου μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση. Δεύτερο, αναφέρομαι στα επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ του ανταγωνισμού, και τρίτο να προτείνω μερικές γενικές κατευθύνσεις για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση ώστε η χώρα μας να αποκτήσει μια δυναμική ανώτατη εκπαίδευση ικανή να εξάγει τόσες εκπαιδευτικές υπηρεσίες ώστε να καταλάβει δεσπόζουσα θέση μεταξύ των εξαγωγικών κλάδων της Ελληνικής οικονομίας. Αλλά επειδή το εύρος των θεμάτων που καλύπτω είναι μεγάλο, η παρουσίαση είναι περιληπτική.
2. Τα επιχειρήματα κατά του δημόσιου μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση
H επικράτηση ενός μόνο προμηθευτή στην αγορά κάποιου προϊόντος η υπηρεσίας οφείλεται σε πολλούς λόγους. Το μονοπώλιο π.χ. της φαρμακοβιομηχανίας Glaxosmith-kline στο φάρμακο Zantac για την καταπολέμηση του γαστρικού έλκους πηγάζει από τα αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης που της έχουν χορηγηθεί στο σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Το μονοπώλιο που έχει μια επιχείρηση εμφιάλωσης επώνυμου πόσιμου νερού πηγάζει από δικαιώματα αποκλειστικής εκμετάλλευσης της πηγής του. Το μονοπώλιο της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού πηγάζει από το γεγονός ότι οι τεχνολογίες της παραγωγής και της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας χαρακτηρίζονται από μεγάλες οικονομίες κλίμακας και το κράτος έχει επιλέξει για την ρύθμιση της μονοπωλιακής δύναμης το υπόδειγμα του δημόσιου μονοπωλίου χωρίς ανταγωνισμό.
Σε αντίθεση με τις παραπάνω περιπτώσεις, η επιβολή δημόσιου μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί άσκηση της αυταρχικής εξουσίας του κράτους, η οποία έχει επενδυθεί μάλιστα τον μανδύα της συνταγματικής νομιμότητας. Γιατί ακριβώς το καθεστώς αυτό στερείται οποιασδήποτε δικαιολογίας, αποτελεί το αντικείμενο της ανάλυσης που ακολουθεί.
2.1 Το δημόσιο μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση είναι αυθαίρετο
Οι υποστηρικτές του δημόσιου μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση επικαλούνται δύο ισχυρισμούς. Ο πρώτος είναι ότι, η ανώτατη εκπαίδευση δεν είναι ιδιωτικό αγαθό το οποίο μπορεί να παράγεται και να διανέμεται με διαδικασίες αγοράς, αλλά δημόσιο το οποίο πρέπει να παράγεται και να διανέμεται σε όσο γίνεται ευρύτερη κλίμακα, και ο δεύτερος είναι ότι η δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων θα οδηγήσει σε «εμπορευματοποίηση» της ανώτατης εκπαίδευσης. Ας δεχθούμε τους ισχυρισμούς αυτούς προς στιγμήν ως αληθείς και ας δούμε αν αντέχουν σε στοιχειώδη λογική ανάλυση.
Από την οικονομική θεωρία γνωρίζουμε πέραν από κάθε αμφιβολία ότι: α) στην κατηγορία των δημοσίων αγαθών υπάγονται όλα τα αγαθά για τα οποία η ζήτηση είναι αδύνατο να προσδιοριστεί εξαιτίας του προβλήματος το οποίο έχω αποδώσει με τους όρους “το πρόβλημα του τσαμπατζή”, και β) όταν η ζήτηση είναι απροσδιόριστη, δεν δημιουργείται ιδιωτική αγορά, γιατί είναι αδύνατος ο αποκλεισμός όσων δεν προτίθενται να πληρώσουν κάποια τιμή. Αν λοιπόν η ανώτατη εκπαίδευση ήταν δημόσιο αγαθό, όπως είναι, ας πούμε, η εθνική άμυνα, αυτό που θα περιμέναμε να παρατηρείται είναι η πλήρης απουσία ιδιωτών στην παραγωγή και στην διάθεση εκπαιδευτικών υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης. Εντούτοις, παρά το ότι έχει επιβληθεί στυγνό κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση, λειτουργούν σε συνεχώς και περισσότερους κλάδους ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί οργανισμοί, οι οποίοι προσφέρουν πολύ καλά υποκατάστατα της ανώτατης εκπαίδευσης που προσφέρουν τα δημόσια πανεπιστήμια. Εξάλλου, στις περισσότερες χώρες της Δύσης λειτουργούν παράλληλα δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια με πολύ ευεργετικές επιπτώσεις για τις οικονομίες τους. Συνεπώς, η άποψη ότι η ανώτατη εκπαίδευση είναι δημόσιο αγαθό ελέγχεται ως θεωρητικά και εμπειρικά λανθασμένη.
Στα ανωτέρω, μερικοί αντιτείνουν τη λογική του συντάγματος σύμφωνα με την οποία, ανεξάρτητα αν η ανώτατη εκπαίδευση είναι ή όχι δημόσιο αγαθό με άλλα κριτήρια, εντούτοις έχει προσδιοριστεί από την Ελληνική κοινωνία ως τέτοιο. Καμία αντίρρηση4 . Αλλά απ’ αυτόν τον ορισμό της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού, έπεται ότι δεν μπορεί να ισχύει η αρχή της επιλεκτικότητας. Με άλλα λόγια, αφού το σύνταγμα την καθιερώνει ως δημόσιο αγαθό, οποιαδήποτε εισαγωγή άλλων κριτηρίων για την επιλεκτική παροχή της σε επί μέρους ομάδες πολιτών, ή παραβιάζει το ίδιο το σύνταγμα ή αντιφάσκει με την προτεινόμενη θεώρηση. Έστω ότι οι πανελλήνιες εισαγωγικές εξετάσεις είναι αντισυνταγματικές γιατί αποκλείουν πολλούς πολίτες από το δικαίωμα να κάνουν χρήση αυτού του αγαθού. Τότε το κράτος παραβιάζει τις υποχρεώσεις του και το προνόμιο της αποκλειστικότητας που έχει δεν μπορεί να ισχύει χωρίς να αυθαιρετεί. Αν λοιπόν η πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι εξ ορισμού δημόσιο αγαθό, οπότε η αρχή της επιλεκτικότητας παύει να ισχύει, μέχρι να καταργηθούν τουλάχιστο οι πανελλήνιες εισαγωγικές εξετάσεις, το κράτος δε θεμελιώνει ούτε συνταγματικό ούτε ηθικό δικαίωμα για αποκλειστική παραγωγή και παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης. Διαφορετικά, για όσο χρόνο διενεργούνται οι εξετάσεις αυτές, ισχύει η αρχή της επιλεκτικότητας και παραβιάζεται η παραδοχή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού.
Το ερώτημα που γεννιέται είναι αν μπορεί να καταργηθεί η πρακτική της επιλεκτικότητας; Στη Γερμανία τυπικά έχει καταργηθεί γιατί όλοι, ή σχεδόν όλοι, που επιθυμούν να σπουδάσουν γίνονται δεκτοί σε κάποιο πανεπιστήμιο. Όμως, είναι γνωστό τι συμβαίνει στο πρώτο έτος. Ένα μεγάλο ποσοστό απ΄ αυτούς που εισέρχονται απορρίπτεται και παίρνει την άγουσα προς άλλες κατευθύνσεις, γιατί η Γερμανική κοινωνία δεν ανέχεται την ύπαρξη συνταξιούχων φοιτητών. Έτσι, η επιλεκτικότητα εμφανίζεται σε δεύτερο στάδιο και αναιρεί και πάλι τη φύση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού.
Αλλά για να πειστεί ακόμη και ο πλέον προκατειλημμένος, ο οποίος με διάφορους λογικούς ακροβατισμούς θα απέρριπτε την πιο πάνω επιχειρηματολογία, έστω ότι η ανώτατη εκπαίδευση είναι πράγματι δημόσιο αγαθό. Δικαιολογείται απ’ αυτήν την παραδοχή ο ισχυρισμός ότι ο μόνος η ο καλύτερος τρόπος οργάνωσης της παραγωγής και της διανομής υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης είναι η επιβολή δημόσιου μονοπωλίου; Η απάντηση είναι πως δεν δικαιολογείται γιατί ένας πολύ αποτελεσματικότερος τρόπος οργάνωσης είναι η χρηματοδότηση της παροχής τους να γίνεται μεν από το κράτος, αλλά η παραγωγή και η διανομή τους να ανατίθεται σε ιδιωτικά πανεπιστήμια, χωρίς δημόσιους υπαλλήλους και χωρίς την εξουθενωτική γραφειοκρατία της δημόσιας διοίκησης.
Ας δούμε τώρα τον δεύτερο ισχυρισμό ο οποίος διατείνεται ότι η ύπαρξη ιδιωτικών πανεπιστημίων θα οδηγούσε σε «εμπορευματοποίηση», με την έννοια της παροχής υποβαθμισμένων υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης. Πόσο αβάσιμος είναι αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να καταδειχθεί εύκολα με μερικά παραδείγματα: Προς τούτο ας θυμηθούμε πρώτα ότι όλοι, ειδικοί και μη, δεχόμαστε ότι η περίοδος κατά την οποία σχηματίζουμε τον χαρακτήρα μας, τους καλούς τρόπους, και τις κοινωνικές αξίες που μας συνοδεύσουν στην υπόλοιπη ζωή μας, είναι τα χρόνια μέχρι την εφηβεία. Αν υπάρχει λοιπόν κάποιος φόβος μήπως η αποκαλούμενη «εμπορευματοποίηση» της παιδείας αλλοιώσει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του καλού και αγαθού πολίτη αυτός βρίσκεται στην στοιχειώδη και στη μέση εκπαίδευση. Συνεπώς, αν το κράτος ήταν δικαιολογημένο να κρατήσει αποκλειστικά δικαιώματα στην εκπαίδευση, θα έπρεπε να αφορούν τα συγκεκριμένα αυτά στάδια. Εντούτοις, σ’ αυτά, επιτρέπεται η λειτουργία ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, κάτω βέβαια από κάποιες προϋποθέσεις ασφαλούς λειτουργίας.
Το δεύτερο παράδειγμα έχει να κάνει με την ποιότητα της εκπαίδευσης, η οποία παρέχεται από τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια στην στοιχειώδη και στη μέση εκπαίδευση. Όπως αναμένεται από την οικονομική ανάλυση, εκεί έχουν διαμορφωθεί ποιότητες εκπαιδευτικών υπηρεσιών οι οποίες αντιστοιχούν στις προτιμήσεις και στις δυνατότητες των πολιτών που τις αγοράζουν. Για μερικά μάλιστα εκπαιδευτήρια, η ποιότητα τους θεωρείται τόσο υψηλή, ώστε πολιτικοί και άλλοι, με περισσή υποκρισία, διαγκωνίζονται προκειμένου να εξασφαλίσουν θέσεις για τα παιδιά τους. Κανονικά λοιπόν το κράτος θα έπρεπε να επι-διώκει την «εμπορευματοποίηση» στην παιδεία, γιατί μέσω αυτής θα ανέλθει γενικά η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών της.
Τελευταίο είναι το παράδειγμα των χωρών όπου λειτουργούν ιδιωτικά ΑΕΙ. Στην Αμερική, στην Αγγλία, στην Σουηδία και σε πλείστες όσες άλλες χώρες, ένα μεγάλο ποσοστό νέων φοιτούν σε αμιγώς ιδιωτικά και επιδοτούμενα ΑΕΙ. Εκεί η «εμπορευματοποίηση» έχει συμβάλλει θετικά, αφού προτιμούνται και από πολλά ελληνόπουλα και η Ελληνική πολιτεία αναγνωρίζει τους τίτλους που παρέχουν, ως ισότιμους με τους αντίστοιχους των Ελληνικών ΑΕΙ. Συνεπώς, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι όπως και να προσεγγίσει κανείς τη φύση των υπηρεσιών της ανώτατης εκπαίδευσης, η επιβολή δημόσιου μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση ήταν και συνεχίζει να είναι αυθαίρετη.
2.2 Γιατί κάτω από δημόσιο μονοπώλιο η ανώτατη εκπαίδευση λειτουργεί αναποτελεσματικά
Η ιδιωτική επιχείρηση φροντίζει συνεχώς ώστε να συγκρατεί τα έξοδά της χαμηλά και να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες όπως ακριβώς επιθυμούν οι καταναλωτές. Αλλιώς διατρέχει τον κίνδυνο οι ανταγωνιστές της να την σπρώξουν στο περιθώριο και τελικά να χάσει τις αγορές της και να πτωχεύσει. Αντίθετα, τα δημόσια μονοπώλια δεν αντιμετωπίζουν την πίεση ούτε του έμπρακτου, ούτε του δυνητικού ανταγωνισμού. Με άλλα λόγια, γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι η ύπαρξή τους δεν κινδυνεύει, και συνεπώς δεν πιέζονται να κάνουν αποτελεσματική χρήση των πόρων που τους εμπιστεύονται οι πολίτες. Επομένως, για να λειτουργήσουν με σχετική αποτελεσματικότητα απαιτείται πρώτα απ’ όλα, να εκτεθούν στην πίεση του ανταγωνισμού και στον κίνδυνο της πτώχευσης. Όμως οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι εφικτές. Και τούτο γιατί, πρώτο, όταν τα δημόσια μονοπώλια φθάνουν στο χείλος της χρεοκοπίας, διασώζονται συνήθως από την παρέμβαση του κράτους, και, δεύτερο, γιατί δεν μπορούν να μεταφερθούν εύκολα από το κράτος στον ιδιωτικό τομέα. Ας δούμε γιατί η έλλειψη “μεταφερσιμότητος” των δημόσιων μονοπωλίων είναι σημαντικός περιορισμός για την αποτελεσματικότητά τους.
Στην μεγάλη πλειονότητα οι μετοχές των δημόσιων μονοπωλίων δεν διαπραγματεύονται σε κάποια χρηματιστηριακή αγορά. Αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις εκείνων που τα διοικούν δεν αντανακλώνται άμεσα στην αξία τους. Συνεπώς, οι ιδιοκτήτες (με άλλα λόγια οι πολίτες) δεν έχουν κίνητρο να παρακολουθούν από κοντά την αποτελεσματικότητά τους. Έτσι, οι δημόσιοι διαχειριστές έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια να ασκήσουν την διοίκηση των δημόσιων μονοπωλίων προς όφελός τους, απ’ ό,τι έχουν τα στελέχη των εισηγμένων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, οι διευθύνοντες τις δημόσιες επιχειρήσεις ενδιαφέρονται για την κατανομή του προϊόντος όχι βάσει των τιμών, αλλά με βάση τις απαιτήσεις δυναμικών μειοψηφιών και προσκείμενων πολιτικών συμφερόντων. Γενικές αυξήσεις σ’ όλα τα μισθολογικά κλιμάκια, παρά επιλεκτικές αυξήσεις βασισμένες στην συνεισφορά του κάθε εργαζόμενου, και ευνοιοκρατικές προσλήψεις, είναι πιο συνηθισμένα φαινόμενα γι’ αυτούς σε σχέση με τα διευθυντικά στελέχη των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Απεργίες με τις οποίες η νόμιμη κυβέρνηση της χώρας εκβιάζεται σε συνεχείς και κατ’ εξαίρεση από την πολιτική της παραχωρήσεις θα είναι στην ημερησία διάταξη, κλπ. Όλες αυτές οι δυσπλασίες έχουν σαν αποτέλεσμα τα δημόσια μονοπώλια να είναι αδιάφορα στις συνθήκες της ζήτησης και να λειτουργούν με υψηλότερο κόστος για κάθε επίπεδο προϊόντος.
Τα ανωτέρω ισχύουν πολύ περισσότερο για το δημόσια πανεπιστήμια. Και τούτο γιατί, αντίθετα από την συνταγματική επιταγή η οποία ορίζει τα πανεπιστήμια ως ιδρύματα αυτόνομα και αυτοδιοίκητα, σε μεγάλο βαθμό λειτουργούν ως διευθύνσεις του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Οπότε, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει γιατί η αποτελεσματικότητα της ανώτατης εκπαίδευσης συνεχίζει να φθίνει. Αυτό συμβαίνει απλούστατα γιατί τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν απειλούνται από κανένα ανταγωνισμό, και ως δημόσιες υπηρεσίες δεν κινδυνεύουν ούτε να πτωχεύσουν ούτε να ιδιωτικοποιηθούν.
2.3 Πως το δημόσιο μονοπώλιο και η δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση προάγουν την ανισότητα και στρεβλώνουν την κατανομή των πόρων
Η ανώτατη εκπαίδευση δεν είναι όπως η στοιχειώδης και η μέση. Στην στοιχειώδη και στη μέση εκπαίδευση οι γνώσεις που μεταφέρονται στους μαθητές και οι συμπεριφορές που σφυρηλατούνται αποσκοπούν στην δημιουργία του καλού, αγαθού και μορφωμένου πολίτη. Με αυτήν την έννοια συνοδεύονται από θετικές εξωτερικότητες για την κοινωνία και γι’ αυτό όλοι συμφωνούν ότι το κράτος οφείλει να τις επιδοτεί. Αντιθέτως, οι γνώσεις και οι δεξιότητες που μεταδίδονται στους φοιτητές στην ανώτατη εκπαίδευση αποσκοπούν στην επαγγελματική τους ανέλιξη. Αυτό σημαίνει ότι η ανώτατη εκπαίδευση δημιουργεί υπεραξίες τις οποίες καρπούνται οι φοιτητές μέσω αυξημένων εισοδημάτων όταν αποφοιτήσουν και ενσωματωθούν στα επαγγέλματα. Ειδικότερα, μέσω της δωρεάν εκπαίδευσης κερδίζουν τριπλά. Πρώτο, γιατί δεν πληρώνουν για το κόστος των σπουδών τους. Δεύτερο, γιατί όταν ενσωματωθούν στα επαγγέλματα απολαμβάνουν αυξημένα εισοδήματα, και, τρίτο, γιατί μειώνουν τον κίνδυνο της ανεργίας, αφού όλες οι μελέτες δείχνουν ότι η ανεργία χτυπάει κυρίως τους ανειδίκευτους. Ως αποτέλεσμα των παροχών αυτών, όσοι αποφοιτούν από τα ανώτατα εκπαι-δευτικά ιδρύματα είναι οι ευνοημένοι.
Αυτοί που είναι οι αδικημένοι είναι όσοι λόγω της επιλεκτικότητας αποκλείονται. Και τούτο για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι οι πόροι για τη χρηματοδότηση της δωρεάν παροχής πανεπιστημιακών σπουδών προέρχονται σε κάποιο βαθμό από τους φόρους που πληρώνουν και αυτοί που αποκλείονται. Έτσι, οι τελευταίοι, όχι μόνο στερούνται τη χρήση ενός αγαθού στο οποίο εξ ορισμού θεμελιώνουν συνταγματικό δικαίωμα, αλλά επιπλέον συνεισφέρουν με τους φόρους τους στην δωρεάν παροχή του σε όσους επιλέγονται. Ο δεύτερος λόγος πηγάζει από το γεγονός ότι η απόκτηση πανεπιστημιακού πτυχίου συνοδεύεται από κάποια θεσμοθετημένα επαγγελματικά δικαιώματα. Τα δικαιώματα αυτά, σε τελευταία ανάλυση, αποφέρουν αυξημένα εισοδήματα, τα οποία δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με βάση την επένδυση που έχουν κάνει οι απόφοιτοι, με αποτέλεσμα το κράτος το ίδιο να προάγει την κοινωνική ανισότητα.
Όμως, οι παρενέργειες της δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης δεν περιορίζονται στην προαγωγή της κοινωνικής ανισότητας. Παράλληλα, διογκώνεται τεχνητά η ζήτηση για ανώτατη εκπαίδευση και προκαλείται σπατάλη ανθρώπινων και υλικών πόρων. Γιατί συμβαίνουν αυτά τα φαινόμενα δεν χρειάζεται βαθιά ανάλυση για να διευκρινιστούν. Οι υπεραξίες που προκαλούνται από την παροχή στους αποφοίτους δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης, είναι φυσιολογικό να αυξάνουν την ζήτηση πέραν του κοινωνικά άριστου επιπέδου. Εν συνεχεία, κάτω από την πίεση της αυξημένης ζήτησης, το πελατειακό κομματικό σύστημα αναγκάζεται να ενδίδει και να αυξάνει συνεχώς τους αριθμούς των εισερχόμενων φοιτητών καθώς και τον αριθμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Τέλος, καθώς η τεχνητά αυξημένη ζήτηση επεκτείνεται σε πληθυσμούς φοιτητών και καθηγητών που δεν διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα για να βρίσκονται στα πανεπιστήμια, η ποιότητα της δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης φθίνει, ενώ λόγω του δημόσιου μονοπωλίου δεν επιτρέπεται να δημιουργηθούν διορθωτικοί μηχανισμοί. Έτσι, όσο διαρκεί το status quo, αναγκαστικά θα βρισκόμαστε σε ένα φαύλο κύκλο ο οποίος θα οδηγεί την ποιότητα στην ανώτα-τη εκπαίδευση από το κακό στο χειρότερο.
2.4 Σύνοψη
Η ανώτατη εκπαίδευση δεν έχει ούτε τα τυπικά, ούτε τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά των δημόσιων αγαθών. Συνεπώς, από αναλυτική άποψη αποτελεί ένα ιδιωτικό αγαθό το οποίο θα έπρεπε να παράγεται και να διανέμεται με διαδικασίες αγοράς. Σε αντίθεση μ’ αυτήν την διαπίστωση, το σύνταγμα της χώρας μας ορίζει την ανώτατη εκπαίδευση ως δημόσιο αγαθό παρεχόμενο κατ’ αποκλειστικότητα από το κράτος. Αν και στην πράξη έχει αναιρεθεί, καθόσον εφαρμόζεται η αρχή της επιλεκτικότητας, η ως άνω συνταγματική επιταγή έχει οδηγήσει στην επιβολή ενός στυγνού δημόσιου μονοπωλίου το οποίο λειτουργεί εξόχως αναποτελεσματικά. Πιο συγκεκριμένα, μέσω της δωρεάν παροχής προάγει την κοινωνική ανισότητα. Αυξάνει τεχνητά την ζήτηση για ανώτατη εκπαίδευση και προσελκύει στα πανεπιστήμια φοιτητές με υποβαθμισμένα προσόντα. Και τέλος, μέσω του πελατειακού κομματικού συστήματος οδηγεί σε συνεχή αύξηση του αριθμού των φοιτητών και των πανεπιστημίων, με αποτέλεσμα να διασπείρονται οι διαθέσιμοι πόροι σε πολλά υποβαθμισμένα πανεπιστήμια και να φθίνει συνεχώς η ποιότητα στην ανώτατη εκπαίδευση.
3. Τα επιχειρήματα υπέρ του ανταγωνισμού στην ανώτατη εκπαίδευση
Στο απόφθεγμα που παρατίθεται στην προμετωπίδα του παρόντος άρθρου, ο Νομπελίστας καθηγητής Milton Friedman λέει ότι, αν είχε να επιλέξει μεταξύ ενός δημόσιου και ενός ιδιωτικού μονοπωλίου, θα επέλεγε το δεύτερο γιατί είναι «διεκδικήσιμο». Αυτό που υπονοεί είναι ότι, επειδή το ιδιωτικό μονοπώλιο αδυνατεί να εμποδίσει άλλους ιδιώτες να εισέλθουν στην αγορά του, αναγκαστικά θα αποθαρρύνεται από του να κάνει καταχρηστική εκμετάλλευση της μονοπωλιακής του δύναμης. Συνεπώς, το ερώτημα που γεννιέται είναι γιατί θα ωφελούσε η εισαγωγή «διεκδικησιμότητας», άλλως πως, η εισαγωγή δυνητικού και έμπρακτου ανταγωνισμού, στην ανώτατη εκπαίδευση; Στην απάντηση του ερωτήματος αυτού είναι αφιερωμένες οι σκέψεις που ακολουθούν.
3.1 Οφέλη από τη βελτίωση της παραγωγικής και της διανεμητικής αποτελεσματικότητας
Οι φοιτητές που επιτυγχάνουν στις πανελλήνιες εξετάσεις και εγγράφονται σε ένα από τα πολλά τμήματα των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας, το αποφασίζουν γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή. Αν και η παρακολούθηση των μαθημάτων μακριά από τους τόπους της διαμονής τους κοστίζει ίσως και περισσότερα χρήματα από το σπουδάσουν σε ένα Αγγλικό πανεπιστήμιο, για λόγους προσωπικούς και οικογενειακούς αναγκάζονται να συμβιβαστούν με την κατάσταση αυτή. Αλλά αν είχαν την δυνατότητα να ακολουθήσουν τις σπουδές που επιθυμούν σε ένα ποιοτικά καλύτερο ιδιωτικό πανεπιστήμιο, πολλοί θα το προτιμούσαν, ακόμη και εάν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να επιβαρυνθούν λίγο περισσότερο. Κατά συνέπεια, αν η πολιτεία καταργούσε το δημόσιο μονοπώλιο και επέτρεπε την είσοδο ιδιωτικών πανεπιστημίων υψηλής στάθμης, αυτό που θα παρατηρούσαμε θα ήταν μια σταδιακή απώλεια φοιτητών από τα σχετικώς κακά δημόσια πανεπιστήμια στα σχετικώς καλά ιδιωτικά. Βέβαια μην φανταστούμε ότι αυτή η ανακατανομή θα έβαζε σε κίνδυνο τα δημόσια πανεπιστήμια, γιατί σε όσες χώρες επεχείρησαν αυτό το άνοιγμα, μετά από μια μικρή περίοδο προσαρμογής, η ισορροπία που επικρατεί επιβεβαιώνει την κυρίαρχη θέση των δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Όμως, μετά το άνοιγμα στον ανταγωνισμό, τα δημόσια πανεπιστήμια θα βελτιωνόντουσαν σημαντικά για τρεις τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, γιατί προ του κινδύνου να χάσουν φοιτητές, θα ενέτειναν τις προσπάθειές τους να οργανωθούν και να λειτουργήσουν αποτελεσματικότερα. Δεύτερον, γιατί θα λάβαινε χώρα κάποια αποσυμφόρηση και θα μειωνόταν ο αριθμός των φοιτητών προς τον αριθμό του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού. Και, τρίτον, γιατί προκειμένου το δημόσιο πανεπιστήμιο να ανταποκριθεί στον ανταγωνισμό, η πολιτεία θα αναγκαζόταν να κάνει πράξη τη συνταγματική επιταγή για αυτόνομα και αυτοδιοίκητα πανεπιστήμια, με όλα τα ευνοϊκά αποτελέσματα που συνοδεύουν τη διοικητική ευελιξία και την αποκεντρωμένη λήψη των αποφάσεων.
3.2 Υποκατάσταση εισαγωγών και εξαγωγές υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης
Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια που θα δημιουργηθούν θα προσανατολισθούν σε επιστημονικούς κλάδους με σημαντική υπερβάλλουσα ζήτηση η οποία σήμερα κατευθύνεται στο εξωτερικό. Έτσι, θα δημιουργηθούν πολλές θέσεις εργασίας και θα σταματήσει η μεγάλη εκροή ανθρώπινου κεφαλαίου και συναλλάγματος. Παράλληλα, με την απελευθέρωση των δημόσιων πανεπιστημίων από τον γραφειοκρατικό εναγκαλισμό του κράτους, θα καταστεί δυνατόν η Ελληνική ανώτατη εκπαίδευση να αποκτήσει εξαγωγικό χαρακτήρα και να προσελκύσει φοιτητές όχι μόνο από τις όμορες χώρες αλλά και από την παγκόσμια αγορά. Επί του προκειμένου θεωρώ ιδιαίτερα σκόπιμο να επισημάνω τα εξής.
Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση συμβαίνει στις ημέρες μας μια άνευ προηγουμένου διεύρυνση των διεθνών αγορών. Τα πανεπιστήμια όλο και περισσότερων χωρών συνεργάζονται μεταξύ τους προκειμένου να προσφέρουν ποιοτικές εκπαιδευτικές και ερευνητικές υπηρεσίες σε ένα παγκόσμιο κοινό. Για παράδειγμα, στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του δημόσιου πανεπιστημίου kasetsart της Ταϊλάνδης συνεργάζονται πανεπιστήμια από την Αυστραλία, την Αυστρία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γαλλία, τη Σουηδία, την Κίνα, και την Ιαπωνία. Αυτό αποδεικνύει ότι πολλές χώρες ενθαρρύνουν τα ανώτατα εκπαιδευτικά τους ιδρύματα να εξάγουν υπηρεσίες εκπαίδευσης. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι γιατί το κάνουν και τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε.
Η απάντηση βρίσκεται στο ότι τα οφέλη από τις εξαγωγές υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τεράστια. Για του λόγου το ασφαλές, έστω μερικά στατιστικά στοιχεία από το δημοσίευμα στην εφημερίδα Fairfax Digital (22/4/2004). Σε αντίθεση με το παρελθόν, γράφει η δημοσιογράφος L. Doherty, κατά το οποίο η οικονομική ανάπτυξη της Αυστραλίας στηρίχθηκε στην πλάτη των προβάτων (σημείωση δική μου: εννοεί τις εξαγωγές μαλλιού), στο μέλλον θα βασιστεί με αυξανόμενο ρυθμό στα πηλίκια των αποφοίτων, καθώς τα πανεπιστήμια επεκτείνουν τα παράκτια και τα εξ’ αποστάσεως προγράμματα των σπουδών τους. Ήδη, αναφέρει, τα έσοδα από εξαγωγές εκπαιδευτικών υπηρεσιών συμβάλλουν στο ισοζύγιο πληρωμών της Αυστραλίας περισσότερο από τέτοια παραδοσιακά προϊόντα όπως το μαλλί. Με ιδιαίτερη δε έμφαση τονίζει ότι, αν και οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε του 2002 μειώθηκαν από 4.3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε 3.8%, η ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπήρξε εξαιρετικά ταχύρυθμη και πρόσφερε σημαντικά οφέλη.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο κλάδος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει τεράστιες εξαγωγικές δυνατότητες μέσα από τις οποίες μπορεί όχι μόνο να συμβάλλει στην οικονομία αλλά και να αναπτυχθεί ποιοτικά. Γι’ αυτό, αυτό που προτείνω είναι να παραδειγματιστούμε από τα επιτυχημένα υποδείγματα των άλλων χωρών και να συμβάλλουμε ώστε οι εξαγωγές υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να καταλάβουν περίοπτη θέση στο ισοζύγιο πληρωμών της χώρας μας, πολύ πιθανά αμέσως μετά την ναυτιλία και τον τουρισμό. Ιδιαίτερα τώρα που όλοι ψαχνόμαστε για τους κλάδους στους οποίους έχουμε η μπορούμε να αναπτύξουμε διεθνή συγκριτικά πλεονεκτήματα, ώστε να υποκαταστήσουμε του κλάδους της οικονομίας μας που φθίνουν, είναι απογοητευτικό, εξαιτίας παρωχημένων ιδεοληψιών και μικροσυμφερόντων, να μην βλέπουμε τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες που έχουμε στο συγκεκριμένο τομέα. Επειδή λοιπόν τελευταία αποδείξαμε στην παγκόσμια κοινότητα ότι όταν έχουμε συγκεκριμένο στόχο και πιεστικές προθεσμίες ανταποκρινόμαστε ως λαός με αξιοθαύμαστη αποτελεσματικότητα, το επόμενο ολύμπιο έργο ας είναι να επιτύχουμε μια τόσο διακεκριμένη αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ώστε οι πολύμορφες και δυναμικές υπηρεσίες της να διεισδύσουν στις παγκόσμιες αγορές και να κερδίσουν το μερίδιο που τους ανήκει.
3.3 Μείωση του κόστους για το δημόσιο και τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Σε όλους εμάς που εργαζόμαστε στα πανεπιστήμια είναι περισσότερο από φανερό ότι το ποσοστό του δημόσιου προϋπολογισμού το οποίο αφιερώνεται για την χρηματοδότηση της δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης δεν επαρκεί. Με την δομή που έχουν τα δημόσια πανεπιστήμια, η χρηματοδότηση υπολειπόταν ανέκαθεν σοβαρά, ενώ τα τελευταία χρόνια με την αθρόα δημιουργία νέων πανεπιστημίων και τον πολλαπλασιασμό των εισερχόμενων φοιτητών, οι διατιθέμενοι πόροι ανά πανεπιστημιακό ίδρυμα λιγοστεύουν, με αποτέλεσμα η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και έρευνας να φθίνει. Ούτε θα ήταν εύλογο να ελπίζει κανείς ότι η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί διατηρήσιμα με την αύξηση του ποσοστού χρηματοδότησης από τον δημόσιο προϋπολογισμό, γιατί τα χρήματα δεν θα είναι ποτέ αρκετά για μια ποιοτική ανώτατη εκπαίδευση σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.
Αντιθέτως, αν το δημόσιο πανεπιστήμιο ανοιχτεί στον ανταγωνισμό, θα υποχρεωθεί να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα. Αυτό σημαίνει ότι θα μπει στην διαδικασία του ελέγχου των λειτουργικών του δαπανών, και μέσα από την συνεχή αξιολόγηση της ποιότητας των υπηρεσιών του θα αποκαταστήσει μια καλύτερη σχέση κόστους-οφέλους, και θα υποχρεωθεί να αναζητήσει πόρους πέραν από τον δημόσιο προϋπολογισμό. Ως εκ των εξελίξεων αυτών, το κόστος της ανώτατης εκπαίδευσης για το δημόσιο προϋπολογισμό θα μειωθεί σταδιακά, με ταυτόχρονη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων εκπαιδευτικών και ερευνητικών υπηρεσιών.
Σημαντικά οφέλη θα προκύψουν επίσης για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς από δύο τουλάχιστον πηγές. Η πρώτη είναι ότι, με την διεύρυνση του ιδιωτικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, και την συνακόλουθη διεύρυνση των επιλογών των φοιτητών, θα περιοριστεί δραστικά η δαπάνη των νοικοκυριών για την προετοιμασία των παιδιών τους ενόψει των πανελλήνιων εξετάσεων, ενώ η δεύτερη σχετίζεται με την δυνατότητα που θα δημιουργηθεί οι φοιτητές να σπουδάζουν πλησιέστερα στις πόλεις της μόνιμης κατοικίας τους. Μάλιστα, εάν με την ανακατανομή της ζήτησης μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών πανεπιστημίων οι πανελλήνιες εξετάσεις καταστούν περιττές και καταργηθούν, τα πιο πάνω οφέλη είναι πιθανό να διευρυνθούν ακόμη περισσότερο, αφού αυτό θα οδηγήσει αυτόματα στην κατάργηση της παραπαιδείας των φροντιστηρίων.
Τέλος, ανυπολόγιστα οφέλη θα προκύψουν για όλη την κοινωνία από την καλύτερη κατανομή των δυνατοτήτων των φοιτητών στα πανεπιστήμια και στα γνωστικά αντικείμενα. Όπως συμβαίνει σε κάθε δυναμικό κλάδο, το άνοιγμα στον ανταγωνισμό της ανώτατης εκπαίδευσης θα οδηγήσει στην διαφοροποίηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με βάση την ποιότητα της εκπαιδευτικής και ερευνητικής τους επίδοσης. Έτσι, θα δημιουργηθούν δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια διάφορων ποιοτικών επιπέδων που θα βρίσκονται σε μεγαλύτερη αρμονία με τις δυνατότητες των φοιτητών στους οποίους θα απευθύνονται. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι να αυξηθούν τα ποσοστά των φοιτητών που καταφέρνουν να αποφοιτήσουν στο κανονικό χρονικό διάστημα των σπουδών, το φαινόμενο των συνταξιούχων φοιτητών να εξαλειφτεί, και γενικά το κόστος της ανώτατης εκπαίδευσης να επιμεριστεί καλύτερα μεταξύ των ίδιων των φοιτητών και της κοινωνίας γενικότερα.
3.4 Σύνοψη
Η κατάργηση του δημόσιου μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση και η διεύρυνση του ιδιωτικού τομέα σ’ αυτές τις δραστηριότητες θα επιφέρει σημαντικά οφέλη. Κάτω από την πίεση του δυνητικού και του έμπρακτου ανταγωνισμού, τα δημόσια πανεπιστήμια θα αναδιοργανωθούν και θα λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά. Ο δυναμικός κλάδος της ανώτατης εκπαίδευσης ο οποίος θα προκύψει θα δημιουργήσει χιλιάδες καινούργιες θέσεις εργασίας και θα επιβραδύνει την εισαγωγή εκπαιδευτικών υπηρεσιών από το εξωτερικό. Καθώς η ποιότητα των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων θα βελτιώνεται, θα αρχίσουν να πραγματοποιούνται εξαγωγές εκπαίδευσης προς τις όμορες χώρες, αλλά και διεθνώς. Ο δημόσιος προϋπολογισμός θα ανακουφιστεί γιατί τα πανεπιστήμια μπορούν να αυτοχρηματοδοτηθούν μέσω εξαγωγών εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Το κόστος της ανώτατης εκπαίδευσης στους γονείς και στους φοιτητές θα μειωθεί. Και, τέλος, αλλά όχι τελευταίο, ένα ανυπολόγιστο όφελος για την κοινωνία θα είναι η καλύτερη προσαρμογή των πανεπιστημίων στις δυνατότητες των φοιτητών γιατί, αντίθετα από την γενικευμένη άποψη σύμφωνα με την οποία όλοι οι φοιτητές είναι εξίσου ικανοί και εξίσου διατεθειμένοι να παιδευτούν, ισχύει ο γενικός κανόνας ότι τα άτομα διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους και σε ικανότητες και σε θέληση να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
4. Ποια μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση
Από τις απόψεις που ανέπτυξα ανωτέρω προκύπτει η μεταρρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης στην χώρα μας πρέπει να θεμελιωθεί πάνω σε τρεις πυλώνες. Ο πρώτος πυλώνας αναφέρεται στην κατάργηση του δημόσιου μονοπωλίου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και στην ενθάρρυνση, μέσα από ένα σαφές νομοθετικό πλαίσιο, της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αν στην Κομμουνιστική Κίνα, το κόμμα παραμέρισε πρόσφατα τις σκουριασμένες ιδεοληψίες του και αποφάσισε μέσα από μια προχωρημένη νομοθετική ρύθμιση να καλωσορίσει τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, είναι τουλάχιστο ακατανόητο να υπάρχουν στην χώρα μας υποστηρικτές του δημόσιου μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση. Ο δεύτερος πυλώνας είναι η μεταρρύθμιση να καταστήσει τα πανεπιστήμια αυτόνομα και αυτοδιοίκητα ιδρύματα, όπως ακριβώς επιτάσσει το σύνταγμα. Ο λόγος είναι ότι ενόσω τα πανεπιστήμια λειτουργούν ως διευθύνσεις του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, δεν υπάρχει η παραμικρή ελπίδα να λειτουργήσουν ευέλικτα και αποτελεσματικά, ώστε να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που θα δημιουργηθούν από το άνοιγμα της ανώτατης εκπαίδευσης στον ανταγωνισμό. Τέλος, ο τρίτος πυλώνας είναι η αλλαγή του συστήματος παροχής της δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης από χρηματοδότηση των πανεπιστημίων σε χρηματοδότηση των φοιτητών.
Κανονικά τις ανωτέρω θεμελιώδεις αλλαγές θα έπρεπε να έχουμε το σθένος ως λαός να τις ξεκινήσουμε άμεσα. Αλλά με τον συντηρητισμό που έχει καταλάβει την χώρα, αν θα γίνει οτιδήποτε προς τις κατευθύνσεις αυτές, θα πάρει πολλά χρόνια, αν όχι δεκαετίες. Γι’ αυτό, έστω και υπό μορφή προετοιμασίας για τις μεγάλες αλλαγές που τελικά θα συρθούμε να υιοθετήσουμε, αυτό που θέλω να κάνω είναι να προτείνω μερικές ηπιότερες αλλαγές, οι οποίες, κατά την εκτίμησή μου διαθέτουν όλες τις δυνατότητες να συμβάλλουν άμεσα στην βελτίωση της λειτουργίας των δημόσιων πανεπιστημίων. Φυσικά θα είμαι συνοπτικός.
Για τις σπουδές
Για να βελτιωθούν οι σπουδές προτείνω:
• Η διάρκειά τους να περιορισθεί στα χρόνια που απαιτούν τα προγράμματα συν 50%. Για παράδειγμα, αν το πρόγραμμα σπουδών απαιτεί 4 χρόνια, το όριο να καθορισθεί στα 6 χρόνια.
•Να καθιερωθεί το πιστοποιητικό βαθμολογίας για όλα τα μαθήματα που παίρνουν οι φοιτητές και ο βαθμός πτυχίου να υπολογίζεται ως σωρευτικός μέσος.
•Η δωρεάν παιδεία να περιοριστεί στον αριθμό των μαθημάτων που απαιτούνται από τα προγράμματα σπουδών για τη λήψη πτυχίου.
Για τα μέλη ΔΕΠ
Η σύνθεση του ΔΕΠ στα περισσότερα πανεπιστήμια αποτελείται από μέλη με μονιμότητα, με μεγάλη μέση ηλικία, και με εξωπανεπιστημιακή απασχόληση. Αυτές οι παράμετροι επιβραδύνουν τη δημιουργία, τη συσσώρευση και τη μετάδοση της γνώσης. Κατά συνέπεια, για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα του ΔΕΠ προτείνω:
•Να εισαχθούν μηχανισμοί εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης του ερευνητικού και του διδακτικού έργου.
•Να αυξηθούν σημαντικά οι αμοιβές και ένα μέρος της αύξησης να συναρτηθεί με την επίδοση στην έρευνα και στη διδασκαλία.
•Να ενισχυθεί η χρηματοδότηση της βασικής έρευνας από εθνικούς πόρους, γιατί οι έρευνες που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση απαξιώνουν το επιστημονικό δυναμικό.
Για τα τμήματα
Για να υπάρξει κάποια άμιλλα μεταξύ ομοειδών τμημάτων, προτείνω:
•Να αξιολογούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε όλοι οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τη φύση και το επίπεδο του πανεπιστημιακού έργου που προσφέρουν.
•Η κατανομή των εθνικών πόρων που λαμβάνουν τα πανεπιστήμια να γίνεται στα τμήματα με βάση τους δείκτες που επιτυγχάνουν στις σχετικές αξιολογήσεις.
•Να υποστηριχθεί ενεργά από το Υπουργείο Παιδείας η ιδέα της οριζόντιας και της κάθετης εξειδίκευσης των τμημάτων ώστε να περιοριστούν οι επικαλύψεις που οδηγούν σε σπατάλη πόρων και αποδυνάμωση του επιστημονικού δυναμικού.
Για τα πανεπιστήμια
Η διοίκησή τους εξ αποστάσεως από το Υπουργείο Παιδείας και από συλλογικά σώματα αποτελούμενα από καθηγητές και φοιτητές είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Γι’ αυτό η πολιτεία πρέπει να αρκεστεί στον έλεγχο της διαχείρισης των οικονομικών τους και η διοίκησή τους να περάσει σε επαγγελματίες του είδους.
5. Συμπέρασμα
Η διάταξη του συντάγματος για αποκλειστική παραγωγή και δωρεάν παροχή από το κράτος υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προς όλους τους Έλληνες πολίτες οι οποίοι εκδηλώνουν σχετική ζήτηση είναι αντιφατική και ανεφάρμοστη. Αντιφατική γιατί αναγκαστικά ισχύει η αρχή της επιλεκτικότητας και ανεφάρμοστη γιατί απλά το κράτος δεν διαθέτει ούτε πρόκειται να διαθέτει ποτέ τους απαιτούμενους πόρους για την χρηματοδότησή τους σύμφωνα με τα ισχύοντα διεθνή ποιοτικά πρότυπα . Ως εκ τούτου, και για να μην ενδίδουμε στην υποκρισία των κατεστημένων συμφερόντων που κρατούν την τριτοβάθμια εκπαίδευση δέσμια στην αναποτελεσματικότητα του δημόσιου μονοπωλίου, απαιτείται μια μεταρρύθμιση η οποία να θεμελιωθεί πάνω σε τρεις πυλώνες. Την αναθεώρηση του συντάγματος ώστε να επιτραπεί η δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Την αποδοχή της συνταγματικής επιταγής ότι τα δημόσια πανεπιστήμια είναι αυτόνομα και αυτοδιοίκητα. Και, τέλος, την μετατροπή του συστήματος χρηματοδότησης της δωρεάν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από χρηματοδότηση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σε απ’ ευθείας χρηματοδότηση των φοιτητών μέσω ενός μηχανισμού κουπονιών (Vouchers).
Αλλά δεν τρέφω αυταπάτες. Δεδομένου ότι τις πιο πάνω ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις τις προβάλλω δημόσια για πάνω από δύο δεκαετίες χωρίς καμιά πρόοδο, φοβάμαι ότι θα περάσουν αρκετές δεκαετίες για να γίνουν ευρύτατα αποδεκτές, λόγω του σοσιαλδημοκρατικού συντηρητισμού που έχει καταλάβει την χώρα. Έτσι, και μέχρις ότου συρθούμε από τις διεθνείς εξελίξεις στο άνοιγμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στον ανταγωνισμό, όπως έκανε πρόσφατα η Κομμουνιστική Κίνα, είναι σκόπιμο να εκμεταλλευτούμε το χρόνο για τον εκσυγχρονισμό των δημόσιων πανεπιστημίων. Για το σκοπό αυτό, πρότεινα μια σειρά μέτρων που αν υιοθετηθούν θα αναβαθμίσουν άμεσα την ποιότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και θα συγκρατήσουν το κόστος της για το δημόσιο, τους γονείς, και τους ίδιους τους φοιτητές. Στην πραγματικότητα, με τόσο μεγάλο κοινωνικό μέρισμα που συνοδεύονται αυτές οι ελάσσονες παρεμβάσεις, το αίνιγμα είναι γιατί δεν προχωρούν.
—————————————————————————
- Καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών [↩]
- Επιθυμώ να ευχαριστήσω τους καθηγητές Γ. Δημόπουλο και Γ. Ψαχαρόπουλο για τα λίαν εποικοδομητικά σχόλια που διατύπωσαν, καθώς και πολλούς που μου έστειλαν ήδη διάφορες βελτιωτικές υποδείξεις μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Αλλά βεβαίως παραμένω αποκλειστικά υπεύθυνος για τις απόψεις που εκφράζονται και τις προτάσεις πολιτικής που διατυπώνονται στην παρούσα εργασία. [↩]
- Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ” Συγκριτική και Διεθνής Εκπαιδευτική Επιθεώρηση [↩]
- Η άποψη αυτή υιοθετήθηκε επίσης από την Διάσκεψη Υπουργών Παιδείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πράγα. Οπότε η κριτική που ασκώ στον αξιωματικό ορισμό της ανώτατης εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού έχει γενικότερο χαρακτήρα [↩]
Δυστυχώς λόγω ελλείψεως χρόνου και μόνον δεν μπορώ να πώ τίποτα άλλο παρά συγχαρητήρια για το συγκεκριμένο άρθρο. Υπάρχουν βέβαια μικρές ενστάσεις αλλά το πνεύμα και η ουσία με βρίσκουν σύμφωνο.
Επιτέλους, ας ακουστεί και η άλλη πλευρά.
[…] Η θεση αυτη συμφωνει σχεδον 100% με το αναλυτικο αρθρο του Γ.Μπητρου Γιατι και ποια μεταρρυθμιση στην ανωτατη εκπαιδευση. Θα επιχειρησουμε εδω μια συνοψη με εμφαση στα επιχειρηματα που εχουν να κανουν με το ελληνικο Συνταγμα και σχετικη συμπληρωση τους οπου χρειαζεται. Κατοπιν θα αναφερθουμε στις ακριβεις διαταξεις του Συνταγματος που χρειαζονται αλλαγη. […]
http://www.diablog.gr/?p=121
[…] Μία άλλη οπτική γωνία για τη λύση του προβλήματος προσφέρει η προσέγγιση της αγοράς. Αυτή στηρίζεται στον εξορθολογισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να λειτουργήσει στην πράξη η διάκριση των δύο υποκειμένων της εκπαίδευσης. Του καταναλωτή που την ζητά (φοιτητής) και του παραγωγού που την προσφέρει (Πανεπιστήμιο). Με βάση αυτή την διάκριση η ανταλλαγή που θα προκύψει θα θέσει τα δεδομένα του τρόπου οργάνωσης των εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Το κράτος θα περιοριστεί αυστηρά στον εποπτικό και ελεγκτικό του ρόλο. […]
Πραγματικά το κείμενο είναι πολύ ενδιαφέρον και κατά βάση ανταποκρίνεται στην ελληνικλη ακαδημαϊκή πραγματικότητα. Βέβαια ωσ φοιτητής και ο ίδιος στο Π.Τ.Δ.Ε. Θεσσαλίας έχω κάποιες ενστάσεις και προβληματισμούς όχι για να απορρίψω αλλά για τη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας όσων προτάσεων αναφέρονται στο άρθρο. Το βέβαιο είναι πως η ελληνική εκπαίδευση χρειάζεται άμεση αναδιάρθρωση σε όλες τις βαθμίδες της.
[…] Γιατί και Ποια Μεταρρύθμιση στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο; Το άρθρο αυτό αποτέλεσε την βάση της ομιλίας του Καθηγητή κ.Μπήτρου στην πρόσφατη εκδήλωση των φιλελεύθερων φοτητών για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.Μία άλλη εκδοχή του ίδιου άρθρου μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα του e-rooster […]
[…] Γιατί και Ποια Μεταρρύθμιση στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο; Το άρθρο αυτό αποτέλεσε την βάση της ομιλίας του Καθηγητή κ.Μπήτρου στην πρόσφατη εκδήλωση των φιλελεύθερων φοτητών για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.Μία άλλη εκδοχή του ίδιου άρθρου μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα του e-rooster. […]